21 Νοεμβρίου 2012

Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)


Λίγους μόλις μήνες από τις τελευταίες εκλογές, η τρικομματική κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να διαλύσει τις αυταπάτες όσων την εμπιστεύτηκαν. Όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή απαγκίστρωση απ’ αυτό ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήρε η κλιμάκωση της βάρβαρης πολιτικής της τελευταίας διετίας, με τη λήψη του πιο σκληρού πακέτου μέτρων από την αρχή της κρίσης. Πρόκειται για μέτρα πολλαπλάσια απ’ του Φεβρουαρίου, που ενώ αρχικά ανέρχονταν στο ύψος των 11,5  δισ. ευρώ, έφτασαν τα  13,5 δισ. ευρώ κατά την ψήφισή τους για ν’ αποκαλυφθεί ότι τελικά αγγίζουν τα 18,9 δισ. χωρίς να υπολογίσουμε τις ρήτρες αυτόματης αναπλήρωσης που επέβαλε η τρόϊκα. Με άλλα λόγια πρόκειται για μέτρα που ξεπερνούν το 8,5 % του ΑΕΠ και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βαθύνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν στην εξαθλίωση την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.
Κύριοι άξονες αυτών των μέτρων που ταιριάζουν περισσότερο σε κατοχική κυβέρνηση, είναι οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως οι νέες, πέρα από κάθε λογική αυξήσεις φόρων που κυριολεκτικά εξοντώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Παράλληλα, στον τομέα των εργασιακών έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για μια σειρά ρυθμίσεων που αν υλοποιηθούν, θα γυρίσουν το εργατικό δίκαιο της χώρας στο 19ο αιώνα.
Όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται για την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. που είναι τάχα απολύτως απαραίτητη για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την επιβίωση της χώρας. Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δίνοντας μια τονωτική ένεση ρευστότητας στην αγορά και λύνοντας το πρόβλημα των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού εξαντλούνται την 16η Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι από τα 31,5 δισ., ούτε ένα ευρώ δε θα πάει σε μισθούς ή συντάξεις, ενώ στην πραγματική οικονομία θα κατευθυνθεί ένα πραγματικά ασήμαντο ποσοστό: τα 25 δισ. θα πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 3,5 δισ. στην εξόφληση ομολόγων που λήγουν και τα υπόλοιπα στην εξόφληση χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αν σκεφτούμε ότι απ’ όλες τις προηγούμενες «ενέσεις ρευστότητας» που είτε με τη μορφή μετρητών, είτε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, φτάνουν από το 2008 ήδη τα 168 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δε έριξαν δεκάρα στην πραγματική οικονομία, θα καταλάβουμε ότι η αισιοδοξία της Κυβέρνησης ότι αυτή τη φορά θα το κάνουν είναι εντελώς αβάσιμη. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν και πάλι τα χρήματα, όχι μόνο γιατί μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και απόλυτης οικονομικής καθίζησης, κάθε δάνειο που εκταμιεύεται είναι αυτόματα επισφαλές, αλλά και για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια που σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς τους είναι απαραίτητη για να μπορούν να δανείζονται στη διατραπεζική αγορά. Όσο για την εξόφληση χρεών προς ιδιώτες, είναι βέβαιο ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μεγάλους προμηθευτές και τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το δημόσιο.
Με βάση τα παραπάνω, οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, ότι πρόκειται για τα τελευταία μέτρα ηχούν πραγματικά κωμικές, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που επιβάλλει η τρόικα περί αυτόματης αναπλήρωσης κάθε αστοχίας του προγράμματος, με νέες περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο κυρίως τομέα. Άλλωστε η συζήτηση για νέα μέτρα άρχισε ήδη, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ψήφισή τους.
Η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας
Ας δούμε όμως σε ποιά οικονομία εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που θα παρατεθούν, είναι δύσκολο, όσο κι αν ψάξει κανείς, να βρει άλλο παράδειγμα τέτοιας γενικής καθίζησης τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ευρώπη.
ρχίζοντας με την ύφεση που συνεχίζεται για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, προκύπτει ότι έφτασε αθροιστικά φέτος τον Ιούνιο στο 17,4 % του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη πρόβλεψη για το τέλος του έτους την ανεβάζει στο 21 %. Μάλιστα, πρόσφατα ο Στουρνάρας δήλωσε ότι θα συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια φτάνοντας στο 25 % το 2014. Φυσικά η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Το πραγματικό νούμερο θα ξεπεράσει σε κάθε περίπτωση το 28 %, χωρίς ν’ αποκλείεται και μια έκρηξη άνω του 30 % αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πολλών ειδικών και διεθνών οργανισμών. Ήδη για το 2013 η Moody’s προβλέπει 7 %, η Citigroup 10,7 %, ενώ το ΚΕΠΕ που πριν τρεις μήνες προέβλεπε 9,1 %, πρόσφατα, πιθανώς μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, κατέβασε την εκτίμησή του στο 5 %. Το ίδιο ποσοστό του 5 % έβλεπε και η τρόικα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της με την Κυβέρνηση για τα νέα μέτρα, με την ελληνική πλευρά να επιμένει βλακωδώς στο απίστευτο 3,8 %, που ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να διαψεύδει την εκτίμηση του Στουρνάρα για 25 % αθροιστική ύφεσης στο τέλος του 2014, αφού το νούμερο αυτό θα είχε ήδη ξεπεραστεί από το 2013. Αυτό που είναι πραγματικά αστείο, είναι ότι .τελικά τρόικα και Κυβέρνηση τα βρήκαν κάπου στη μέση συμφωνώντας στο 4,2 %, λες και η ύφεση εξαρτάται από τις εκτιμήσεις τους οι οποίες πέφτουν πάντα έξω. Θυμίζουμε ότι για το 2012 η αρχική εκτίμηση που δινόταν στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 ήταν 2,8 %. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς πέντε φορές προς τα πάνω με την πραγματική ύφεση να αγγίζει ή και να ξεπερνάει το 7 % (7,2 % ήταν η ύφεση του 3ου τριμήνου και 6,7 % η ύφεση του 1ου εννιάμηνου όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 14/11/2012).
ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΠ (ΥΦΕΣΗ)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 δισ. €) [1]
2012: -6,6 % (εκτίμηση – 194,7 δισ. €)
2013: -4,2 % (εκτίμηση)
Εκτός από την ύφεση, πραγματικά εφιαλτικά είναι τα μεγέθη της ανεργίας που τον Αύγουστο έφτασε στο 25,4 % (1.267.595), με τη νεανική στο 58 % και τη γυναικεία στο 29 %. Πρόκειται βέβαια για την επίσημη ανεργία και όχι την πραγματική που είναι τουλάχιστον 3 με 4 μονάδες πάνω. Ακόμα κι έτσι όμως, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλη την Ευρώπη – αφού για πρώτη φορά ξεπέρασε την ισπανική – ενώ η νεανική και η γυναικεία κατείχαν το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς εδώ και πολλούς μήνες.
Με δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης παρατηρείται η σχεδόν ισόποση ετήσια άνοδος ύφεσης και ανεργίας, η πρόβλεψη του Επιστημονικού Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για 29 % επίσημη ανεργία (δηλαδή περίπου 33 % πραγματική) στο τέλος του 2013, θα αποδειχθεί πιθανότατα σωστή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι 735.000 άνεργοι δεν παίρνουν καθόλου επίδομα ανεργίας έως ενώ τώρα κόβονται και τα ειδικά και εποχικά επιδόματα, καθώς και ότι υπάρχουν 224.000 οικογένειες χωρίς ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Ακόμα πολύ ανησυχητική και ενδεικτική της μηδενικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα στο καλοκαίρι (από 24,4 % τον Ιούνιο σε 25,1 % τον Ιούλιο) – περίοδο που παραδοσιακά η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται λόγω της απασχόλησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στον τουρισμό.
ΑΝΕΡΓΙΑ
ΠΟΣΟΣΤΟ %                               ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ
06/2009               8,9                             443
12/2009             10,3                             514
06/2010             11,8                             594
12/2010             14,2                             712
06/2011             16,6                             823
12/2011             21,0                           1034
06/2012             24,4                           1216
08/2012             25,4                           1268
Πέρα όμως από την ύφεση και την ανεργία, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας απειλούνται με κατάρρευση δίνοντας πραγματικά μια εικόνα απόλυτης ερήμωσης. Πρόσφατα ο Σταϊκούρας (19/9/2012) εκτίμησε στα 49 δισ. € τις θυσίες των Ελλήνων από την αρχή της κρίσης, εκ των οποίων τα 16,2 δισ. αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων. Με τα τωρινά μέτρα τα ποσά φτάνουν τα 67,9 δισ. και 25,8 δισ. αντίστοιχα και έπεται συνέχεια πολύ σύντομα. Αυτή η υπερβολική αφαίμαξη εισοδημάτων φαίνεται καθαρά στην μείωση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες από 237,5 δισ. € το Δεκέμβριο του 2009 έπεσαν φέτος τον Ιούλιο στα 150,5 δισ. €. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της διαφοράς έφυγε από τη χώρα κι ένα άλλο μέρος φυλάσσεται στα σπίτια, είναι σίγουρο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι έχει εξανεμιστεί για ν’ αντισταθμίσει τις συνεχείς περικοπές των εισοδημάτων, ενώ πολλοί είναι και οι άνεργοι που τρώνε τα έτοιμα όπως κι αυτοί που σηκώνουν λεφτά για να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ιατρικές δαπάνες κλπ.
Σύμφωνα με έκθεση της ALPHABANK τον Αύγουστο, η κατάσταση όσον αφορά τις καταθέσεις είχε ως εξής:
Ποσοστό καταθετών                    Ύψος καταθέσεων              
81,5 %                                               0 – 2.000 €
11,3 %                                               2.000 – 10.000 €
5,9 %                                                 10.000 – 100.000 €
Η δραματική μείωση των καταθέσεων οφείλεται στην πτώση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών από τα 20.457 € το 2010, στα 15.729 € το 2011. Αυτή η μείωση κατά 23,1 % ή 25 % αν υπολογιστεί και ο πληθωρισμός, ταυτίζεται απόλυτα με την πτώση κατά 25 % της εγχώριας ζήτησης για το ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης από την αρχή του 2010, αγγίζει το 45 % κατά μέσο όρο, γυρνώντας μας στα επίπεδα του 1978. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επεξεργασμένα από το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο μέσος ελληνικός μισθός έχει κατρακυλήσει στα 10.110,60 € κατ’ έτος.
Ακόμη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από15,9 % (39 δισ. €) το Δεκέμβρη του 2011, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 20 % (49 δισ. €) στο τέλος του 2012, ενώ έως τον Αύγουστο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 224.384 στεγαστικά και 441.038 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Η λύση που δρομολογούν οι τράπεζες είναι η μετατροπή των δανειακών συμβάσεων σε  μισθώσεις για 49 ή 99 χρόνια σύμφωνα με το ισπανικό ή το αγγλικό μοντέλο, όπου το αντάλλαγμα για τη μείωση της δόσης είναι η παρακράτηση από την τράπεζα της κυριότητας του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση κατάσχεση και μετάθεση του κόστους αποπληρωμής του δανείου, στα εγγόνια ή και τα δισέγγονα του δανειολήπτη. Η χρονική σύμπτωση της δημοσιοποίησης της απαίτησης της τρόικας για άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας με τις δηλώσεις του Βορίδη που είπε ακριβώς το ίδιο (την 20.10.2012) δεν μπορεί να είναι τυχαία.
Προβληματική είναι επίσης και η πορεία των φορολογικών εσόδων παρά την καταιγιστική επιβολή ολοένα και επαχθέστερων φόρων σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων. Οι βεβαιωμένες οφειλές από 32 δισ. € το Δεκέμβρη του 2009, έφτασαν στα 42 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011 και στα 48,8 δισ. € τον Αύγουστο του 2012, ενώ φαίνεται ότι λόγω της συνεχούς και γενικής μείωσης των εισοδημάτων σε συνδυασμό με τα νέα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα, στο τέλος του 2013, αυτοί που αντικειμενικά θ’ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 εκ. άτομα. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα στον τομέα των δημοσίων εσόδων, γιατί όταν το πλήθος των οφειλετών είναι τόσο μεγάλο, το κράτος έχει πολύ περιορισμένα νομοθετικά (και διοικητικά) όπλα για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τον Αύγουστο, οι ανείσπρακτες οφειλές αυξήθηκαν κατά 3 δισ. € παρά το γεγονός ότι φέτος το 70 % των φορολογούμενων επιβαρύνθηκε μεσοσταθμικά κατά 1.550 € σε σχέση με πέρυσι.
Από την άποψη των δημοσίων οικονομικών σημαντική είναι και η τραγική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία είναι φυσικά αδύνατο να ανακάμψουν από το PSI που τους κόστισε 13,5 δισ. €.
Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τίποτα δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο τα λουκέτα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονται (25 % στην Αθήνα, 27,5 % στη Θεσσαλονίκη), αλλά όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Ειδικότερα, στο 2ο τρίμηνο του 2012 έχουμε:
Μείωση βιομηχανικής παραγωγής                            8,3 %
Μείωση ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης             7,2 %
Μείωση δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης             9,1 %
Μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου                  19,4 %
Ακόμα και οι εξαγωγές, οι οποίες μετά την υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους ήταν η μεγάλη ελπίδα των υποστηρικτών του προγράμματος, μετά από μια πρόσκαιρη σημαντική άνοδο έπεσαν κατά 4,1 % με τις εξαγωγές προς χώρες της Ε.Ε. να μειώνονται κατά 20 %.
Πραγματική καταστροφή έχει επέλθει επίσης στον τομέα των ακινήτων. Η πτώση των τιμών  κατοικίας από το 2009 φτάνει το 50 %, η μείωση των αγοραπωλησιών σχεδόν το 75 % ενώ η κατασκευή νέων κατοικιών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Αυτά σε συνδυασμό με τη συνεχή άνοδο των αντικειμενικών αξιών και τη βαρύτατη φορολόγηση των ακινήτων, καθιστούν ολοκληρωτική την απαξίωση της λαϊκής περιουσίας, η οποία στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να πούμε, ότι κατά κάποιο τρόπο, μέσω της επίθεσης στην ακίνητη περιουσία, η Κυβέρνηση και η τρόϊκα βάζουν χέρι τόσο στα εισοδήματα των προηγούμενων γενεών – υποτιμώντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αυτές μεταβίβασαν στην σύγχρονη γενιά – όσο και στα εισοδήματα των μελλοντικών γενεών, υποτιμώντας την αξία περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν σ’ αυτή. Ακόμα, η νέκρα στην οικοδομή ανεβάζει δυσανάλογα την ανεργία καθώς, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον τομέα των κατασκευών.
Ολοκληρωτική είναι και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα που επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του εργατικού δικαίου. Ένας στους τρεις εργαζόμενους δουλεύει ανασφάλιστος, οι ελαστικά απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 42 % μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ενώ αυτοί στους οποίους οφείλονται από ένας έως και δέκα μισθοί, ανέρχονται πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η κατάσταση θα χειροτερέψει μάλιστα πολύ περισσότερο αν εφαρμοστούν έστω και τα μισά από τα εργασιακά μέτρα που ζήτησε η τρόικα και δέχτηκε η Κυβέρνηση.
Εδώ είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η εγκαθίδρυση συνθηκών γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τη μείωση του δημοσίου χρέους που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι γίνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η οποία σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους που θεωρείται ο μόνος παραγωγικός συντελεστής που μπορεί και πρέπει να προσαρμοστεί στην κρίση, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ιερή…
Ωστόσο, παρά την παγκοσμίως πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων που επέφεραν μείωση μισθών κατά 40 % από το 2009 και μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 26 % (έκθεση ALPHABANK – Αυγ. 2012), η ανταγωνιστικότητα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση: Από την 67η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 βρέθηκε στην 90η το 2011 και στην 96η τον Ιούνιο 2012.
Αλλά και το επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο αν και ο περιορισμός του υποτίθεται ότι αποτελεί το «μεγάλο εθνικό στόχο» για την επίτευξη του οποίου γίνονται όλες οι θυσίες. Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν στις 22/10/2012 διορθώνοντας τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1/10/2012, η πορεία του χρέους είναι η εξής:
        Δημόσιο χρέος σε δισ. €   Δημόσιο χρέος ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ
2009    299,7                                 129,4
2010    329,5                                 145,0
2011    355,6                                 170,6
2012    340,6                                 174,8
2013    346,2 (εκτίμηση)               179,3 (εκτίμηση)
Από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
α) Το πραγματικό όφελος από το περιβόητο κούρεμα ήταν μόλις 15 δισ. €.
β) Ο στόχος για κατέβασμα του χρέους σε 120 % του ΑΕΠ το 2020 είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος – πράγμα που πια ομολογείται απ’ όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες τωρινές εκτιμήσεις, το χρέος θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2015 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
γ) Η παρατεινόμενη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ανεβάζει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παρά την ελαφριά μείωσή του σε απόλυτα ποσά. Ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μειώνεται δηλαδή πιο γρήγορα από τον αριθμητή (χρέος).
δ) Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείου, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία συμβάλλοντας στην παραγωγή νέου εισοδήματος. Έτσι η ανάπτυξη παραμένει άπιαστος στόχος.
ε) Αντίθετα με την Ιταλία και στην Ισπανία που κατάφεραν ν’ αποφύγουν κάτι τέτοιο, στο ελληνικό δημόσιο χρέος προσμετρώνται και τα τεράστια ποσά που πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…
Σχετικά μ’ αυτό ο τελευταίο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις τραγικές επιδόσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά στον τομέα της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κανένα από τα διαπραγματευτικά ατού της χώρας δε χρησιμοποιήθηκε στο ελάχιστο. Αντ’ αυτού, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια τακτική πειθαρχικού κρατούμενου στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αν δεν ικανοποιήσουμε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο όμως, εκτός από το ότι με βάση τα έως τώρα ισχύοντα είναι  αδύνατο νομικά, θα ήταν και καταστροφικό οικονομικά για τους εταίρους μας. Πρόσφατα η ΕΚΤ εκτίμησε το κόστος για την ευρωζώνη μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου στο 1 τρισ. €, ενώ δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο να σημάνει και την οριστική διάλυση της νομισματικής ένωσης – πράγμα που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλους και ιδιαίτερα για τις πλουσιότερες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών που αποκάλυψε το Spiegel στις 24 Ιουνίου 2012, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για τη Γερμανία ύφεση 10 % και 5 εκατομμύρια νέους ανέργους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να περιορίσουν την καταστροφή, έδωσαν και δίνουν χρόνο στους πιστωτές να θωρακίσουν τις οικονομίες τους και ειδικά τις τράπεζές τους, έτσι ώστε η αναπόφευκτη όπως φαίνεται έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να τους κοστίσει τελικά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα τους κόστιζε αρχικά.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά και στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές κυριολεκτικά εξευτελιστικές, απαξιώνοντας μάλιστα μόνη της το προϊόν που πουλά, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων περί της βιωσιμότητας και των προοπτικών κερδοφορίας του Τ.Τ. και του ΟΠΑΠ, οι οποίες οδήγησαν τις μετοχές τους σε κάθετη πτώση  και έριξαν την αξία των οργανισμών αυτών, οι οποίοι είναι ωστόσο και οι δύο κερδοφόροι. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν με την Αγροτική που πουλήθηκε σε τιμή που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία ενός ακινήτου της, με τη Δωδώνη που πουλήθηκε 21 εκ. € σε ιδιώτη που της χρωστούσε ήδη 12 εκ. € τη στιγμή  που παρουσίαζε κέρδη προ φόρων 44 εκ. € το χρόνο κλπ. Αυτή η αποψίλωση του Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο είναι πραγματικά εγκληματική, αν σκεφτούμε ότι υπονομεύει και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Στο επικοινωνιακό επίπεδο, όλη αυτή η λεηλασία δικαιολογείται με μια εντατική εκστρατεία ενοχοποίησης του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, μέσω των απόλυτα χειραγωγούμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι φυλλάδες τους και τα δελτία των 8, το χρέος – για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα – δεν οφείλεται στο ότι ζήσαμε για χρόνια «πάνω από τις δυνάμεις μας» ή στο ότι είμαστε τεμπέληδες (εφόσον οι Έλληνες ήταν και προ κρίσης οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι της ευρωζώνης με εξαίρεση τους Πορτογάλους και αυτοί που εργάζονταν περισσότερες ώρες το χρόνο), ούτε στο «τεράστιο κράτος» (αφού το ελληνικό δημόσιο τόσο ως κόστος επί του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), ούτε βέβαια στη διαφθορά μιας ελάχιστης μειοψηφίας δημοσίων υπαλλήλων ή στις μικροκομπίνες αυτών που εισέπρατταν τη σύνταξη του πεθαμένου τους παππού…
Είναι χρέος που δημιουργήθηκε διαδοχικά και πήρε τερατώδεις διαστάσεις λόγω κυρίως των εξής παραγόντων, οι οποίοι ισχύουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για πολλές άλλες χώρες:
1.Των τεράστιων ποσών που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε εξοπλιστικά προγράμματα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα ποσά πήγαιναν κατά ένα σημαντικό μέρος στους Ευρωπαίους εταίρους που τώρα μας τιμωρούν για το υψηλό δημόσιο χρέος, η αύξηση του οποίου καθόλου δεν τους ενοχλούσε όταν πουλούσαν τα όπλα τους.
2.Του ξεπουλήματος κοψοχρονιά της δημόσιας περιουσίας που παρά την προπαγάνδα για «υδροκέφαλο κράτος» είχε αρχίσει ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και συνεχίστηκε επί Σημίτη και Καραμανλή, στερώντας τη χώρα από κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης.
3.Της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας σταδιακά από το 1979 που εντάχθηκε στην ΕΟΚ, με σκοπό την αύξηση των εισαγωγών των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αυτό είχε σαν συνέπεια και την – ήδη προ της κρίσης – καθήλωση του ΑΕΠ σε επίπεδα κατώτερα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
4.Της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που της στερεί ευκαιρίες πλουτισμού όπως αυτές που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες. Τα πράγματα χειροτερεύει η άνιση κατανομή των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας αποταμίευσης που μετά την κρίση του 1973, συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το κράτος δανειζόμενο, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα τόσες υπερχρεωμένες χώρες.
5.Του θανάσιμου εναγκαλισμού του κράτους από το ιδιωτικό κεφάλαιο που συστηματικά επί δεκαετίες απομυζά το δημόσιο πλούτο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην ασύλληπτη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή στη χρήση ευθέως παράνομων μεθόδων όπως το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμα πιο καταστροφική είναι η απευθείας τροφοδότηση του κεφαλαίου από το κράτος με χαμηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις και προκλητικές φοροαπαλλαγές που υποτίθεται  ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όμως, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν έρχονται ποτέ αφού το κεφάλαιο συνεχίζεται ν’ αποσύρεται από την παραγωγή, χωρίς μάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιμοποίησε για το σκοπό που τα πήρε. Αυτά τα λεφτά τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς παρά την «αμέριστη συμπαράσταση» του κράτους, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο κατάφερε να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο.
Τελειώνοντας την εξέταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο έλλειμμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ήδη η τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, ανεβάζει το έλλειμμα του 2011 στο 9,4 % αντί του αρχικού 9 % και του 2012 στο 6,9 % αντί του αρχικού 6,6 %. Και εδώ ο στόχος του 3 % μοιάζει ανέφικτος στα χρονικά περιθώρια που έχουν τεθεί.
Γενικά, η ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2013 που προβλέπει έλλειμμα 4,2 %, ύφεση 3,8 % (τελικά 4,2 % μετά από παζάρι με την τρόϊκα), μείωση της εγχώριας ζήτησης 6,1 %, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης 5.9 %, μείωση της δημόσιας κατανάλωσης 7,2 %, μείωση των επενδύσεων 3,7 % και αύξηση της ανεργίας στο 24,7 % ως μέσο όρο του έτους. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εσκεμμένα αισιόδοξες, παραμένουν εφιαλτικές.
Συμπερασματικά, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε γενική ασφυξία το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, κάνει αδύνατη την ανάπτυξη, μεγαλώνει το έλλειμμα, αυξάνει το δημόσιο χρέος, εκτοξεύει την ανεργία και βαθαίνει την ύφεση. Κάθε νέο πακέτο μέτρων γίνεται αιτία για το επόμενο, ούτε ένας από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να επιτευχθεί και η Ελλάδα για να μείνει στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο την Αφρική. Τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα χειροτερεύει και το γεγονός ότι το χρέος, που καθίσταται κάθε μέρα και λιγότερο βιώσιμο, είναι πια, μετά το PSI, κυρίως χρέος προς κράτη και όχι προς ιδιώτες.
Η κρίση αρθρώνεται πλέον σε εκατομμύρια ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, αφού η επέλαση της φτώχειας και η κατάρρευση κάθε κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα της κοινωνίας σε κόλαση. Η οικονομική κρίση μετατρέπεται βαθμιαία σε ανθρωπιστική.
Η διεθνής οικονομική κατάσταση
Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα είναι αυτή που περιγράψαμε. Όμως και οι διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού κινούνται παντού προς την ίδια κατεύθυνση.
Όλη η ευρωζώνη μπήκε ήδη σε ύφεση (0,4 % τον Ιούνιο 2012 με τις 10 από τις 17 χώρες να είναι υφεσιακές και τις υπόλοιπες να έχουν ασθενέστατη ανάπτυξη (Γαλλία 0,1 %, Γερμανία 1 % κλπ.). Το ίδιο ασθενής είναι η ανάπτυξη και στις Η.Π.Α. (2 %) παρά το τύπωμα χρήματος από την Fed και την εφαρμογή μιας πολιτικής εντελώς αντίθετης απ’ αυτήν που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία.
Επίσης, η ανεργία στην ευρωζώνη βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της από το 1997 με ποσοστό 11,1 % και 17.565.000 ανέργους, ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι άνεργοι έφτασαν τα 24.680.000 άτομα (στοιχεία Eurostat, Μάιος 2012). Ταυτόχρονα όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πλην Κίνας και Γερμανίας έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (Ιταλία -3,2 %, Η.Π.Α. -3,1 %, Καναδάς -2,8 %, Γαλλία -2,2 %, Βρετανία -1,9 % κλπ.) και πτώση βιομηχανικής παραγωγής.
Στην Ευρώπη ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία που μέχρι στιγμής κέρδισε 68,5 δισ. € από την κρίση λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίου δανεισμού, όλοι οι οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και όχι μόνο στο Νότο. Τα επισφαλή δάνεια στην ευρωζώνη ξεπερνούν το 1 τρισ. € (196 δισ. στη Γερμανία, 136 δισ. στην Ισπανία, 107 δισ. στην Ιταλία), το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα χειρότερα από το ελληνικό, ενώ, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα και το δημόσιο χρέος παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά.
                                                                 2007              2011
Δημόσιο χρέος Ευρωζώνης των 17      66,2 %            87,2 %
Δημόσιο χρέος Ε.Ε. των 27                   59,0 %            82,5 %
Δημόσιο χρέος Γερμανίας                     64,9 %            81,2 %
Δημόσιο χρέος Γαλλίας                         63,9 %             85,8 %
Δημόσιο χρέος Ιταλίας                          06,5 %            120,1 %
Ειδικά για την Ιταλία είναι αξιοπρόσεκτο ότι βρίσκεται κι αυτή στριμωγμένη παρόλο που έχει έλλειμμα και ανεργία χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,9 % και 9 % αντίστοιχα) όπως επίσης χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος και μικρότερη φούσκα στα στεγαστικά δάνεια από τις χώρες του Βορρά.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ισπανία η οποία από πλεόνασμα 1,9 % το 2007, βρέθηκε με έλλειμμα 11,1 % το 2009, ενώ το χρέος των νοικοκυριών έφτασε το 1,8 τρισ. και η ανεργία στο 25 %. Η πιθανότατη, όπως φαίνεται, ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης και σε μνημόνιο ελληνικού τύπου υπό την τρόϊκα, θα είχε κομβική σημασία για την παγκόσμια οικονομία, αφού υπολογίζεται ότι για τη «διάσωσή» της θα χρειαστούν το λιγότερο 480 δισ. € – χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ΕΚΤ, ούτε πολύ περισσότερο από τα άλλα κράτη. Εκτός  αυτού, στην Ισπανία η ανεργία είναι ήδη στο 25 % και τρομάζει κανείς ακόμα και να σκεφτεί που θα την φτάσει ένα πρόγραμμα ανάλογο μ’ αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.
Μια κρίση νέου τύπου
Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπόθεση. Αν και είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι πρωτοφανής σε ένταση και βάθος και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις (όπως αυτές π.χ. του 1929 και του 1973). Πρόκειται για κρίση δομική, διαρθρωτική και συστημική και γι’ αυτό θα πάρει σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ ακόμα κι αν ξεπεραστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επανέλθει γρήγορα δριμύτερη. Συνδέεται με την παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οφείλεται σε θεσμικές δυσλειτουργίες ή σε λάθη και παραλείψεις συγκεκριμένων ατόμων όσο υψηλά ιστάμενα κι αν είναι αυτά.
Κυριότερες αιτίες της είναι οι εξής:
Α. Η συνεχής πτώση του ποσοστού κέρδους ακόμα και των μεγάλων επιχειρήσεων στον εμπορικό και κυρίως στο βιομηχανικό τομέα, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερπροσφορά προϊόντων, στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές και στην ανάγκη για πολύ μεγάλες και συχνές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αφού η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτάσσει σ’ όποιον θέλει ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό του εξοπλισμό.
Β. Η πτώση του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή είχε ως συνέπεια την μετατόπιση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στα πάσης φύσεως χρηματιστικά «προϊόντα». Έχουμε δηλαδή ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας υπέρ του παρασιτικού καπιταλισμού και εις βάρος του παραγωγικού ή, με άλλα λόγια, υπέρ του τραπεζικού κεφαλαίου εις βάρος των άλλων μορφών του (βιομηχανικού, εμπορικού, εφοπλιστικού κλπ.). Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας στροφή στο εσωτερικό της αστικής τάξης προς όφελος μερίδων που δε σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και άρα αδιαφορούν για την πτώση της κατανάλωσης που επιφέρει η γενικευμένη σκληρή λιτότητα. Αυτή η στροφή συνίσταται στην υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα και τη μετακίνηση του κεφαλαίου από την πραγματική στην εικονική οικονομία. Σήμερα, από τον όγκο των χρημάτων που κινούνται παγκοσμίως, μόνο 15 % πάει σε παραγωγικές επενδύσεις και ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το 85 % κατευθύνεται σε χρηματιστικές τοποθετήσεις. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας γιατί ανέκαθεν πηγή του καπιταλιστικού κέρδους ήταν η απόσπαση της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στην πραγματική οικονομία. Το τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη δίχως προηγούμενο αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας μέσω της υπερβολικής συμπίεσης του εργατικού κόστους και της διάλυσης του εργατικού δικαίου, είναι η κατά κάποιο τρόπο δημιουργία της υπεραξίας εκ του μηδενός με τη δημιουργία ενός «νέου είδους» χρήματος. Πρόκειται για χρήμα που παράγει χρήμα χωρίς να περάσει από την παραγωγή. Σπάει δηλαδή ο παλιός κύκλος του καπιταλισμού, όπου η αποσπώμενη υπεραξία επανεπενδυόταν στην παραγωγή για ν’ αποφέρει νέα κέρδη κ.ο.κ. Τώρα τα κέρδη παράγονται από τζογαδόρικες κινήσεις στα χρηματιστήρια, τεράστια ποσά, μαύρα και αφορολόγητα, διακινούνται μ’ ένα τηλεφώνημα, περιουσίες δημιουργούνται και χάνονται σε λίγα λεπτά, στα πλαίσια μιας οικονομίας που λειτουργεί ως καζίνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αποσύρεται από την παραγωγή γιατί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης, έχει μικρότερα περιθώρια κέρδους. Προτιμά λοιπόν να κρύβεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Αυτό έγινε και το 1929. Αυτό όμως που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι ο παρασιτισμός δεν ακολουθεί την κρίση, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμά της, αλλά προηγείται αυτής, είναι δηλαδή αιτία της. Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια δεν αποσύρονται από την παραγωγή επειδή υπάρχει κρίση, αλλά αντίθετα, η κρίση υπάρχει επειδή τα κεφάλαια φεύγουν από την παραγωγή.
Γ. Η πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια που αφαιρεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία δεδομένης της ανελαστικής κατανάλωσης της μεγαλοαστικής τάξης, που παρά τις υπερβολές της, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποκατανάλωση τεράστιων μαζών του πληθυσμού. Σήμερα οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν χρήματα ίσα με το ΑΕΠ των 44 φτωχότερων χωρών, οι 250 πλουσιότεροι του πλανήτη έχουν εισόδημα ίσο μ’ αυτό του μισού πληθυσμού της Γης, το φτωχότερο 50 % των ανθρώπων μοιράζεται το 1 % του παγκόσμιου πλούτου κλπ. Τα πράγματα χειροτερεύει η ανισοκατανομή των διεθνών επενδύσεων οι οποίες τα 20 τελευταία χρόνια συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες.
Δ. Η μείωση του ρόλου του κράτους που μετά την σταδιακή υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτοδιαλύεται ιδιωτικοποιούμενο εκχωρώντας όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιτρέποντας την ασύδοτη δράση του. Το κράτος για πρώτη φορά από το 18ο αιώνα, εκχωρεί στο κεφάλαιο την νομισματική, εισοδηματική και φορολογική του πολιτική, αρνείται το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, παράγει και καταναλώνει λιγότερο, δίνει δουλειά σε λιγότερο κόσμο, περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις, παύει να ρυθμίζει την αγορά εργασίας, παύει να παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, να ελέγχει τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δημόσια έργα, τις υποδομές και να εγγυάται την ασφάλεια. Μόνο καταστέλλει και εισπράττει φόρους προς όφελος του κεφαλαίου. Από κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μετατρέπεται σε απλό μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στους ασθενέστερους, βοηθώντας το κεφάλαιο και ειδικά το τραπεζικό, να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιεί τις ζημιές σε περιόδους ύφεσης.
Αυτή η μείωση του ρόλου του κράτους, η σμίκρυνση θα λέγαμε της υπόστασής του μας φέρνει μπροστά σε νέα φαινόμενα και πυροδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι μόνο η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου που βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει συνεχώς και να φτωχοποιείται βίαια. Είναι και το κενό που αφήνει το κράτος παύοντας να παίζει το ρόλο του κεντρικού διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού που με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς διαχέει στο κοινωνικό σώμα τα εθνικιστικά στερεότυπα. Αυτό το κενό σπεύδουν να καλύψουν οι φασίστες που αποκτούν ανέλπιστα ένα μεγάλο ακροατήριο στα πιο αμόρφωτα, πολιτικά καθυστερημένα και φοβικά κομμάτια της εργατικής τάξης, όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί.
Στον οικονομικό τομέα, η πλήρης χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου και η υποχώρηση του ρόλου του κράτους μας οδηγεί επίσης μπροστά σε πρωτοφανή φαινόμενα. Ενώ για παράδειγμα από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας τα κράτη ανταγωνίζονται για την απόκτηση μεγαλύτερης οικονομικής  δύναμης και πλούτου, σήμερα μοιάζουν ν’ ανταγωνίζονται για το ποιο θα φτωχύνει περισσότερο φτωχαίνοντας τους πολίτες του, στα πλαίσια μιας οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ανταγωνιστική ύφεση». Απ’ αυτή την πολιτική που ακολουθείται με στόχο υποτίθεται τη μείωση χρεών και ελλειμμάτων και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, μόνη ωφελημένη είναι μια εξαιρετικά ολιγάριθμη υπερεθνική ελίτ τραπεζικών τοκογλύφων και τζογαδόρων του χρηματιστηρίου που κατέχουν και διακινούν ανύπαρκτο ουσιαστικά χρήμα, δηλαδή χρήμα που δεν περνάει από την παραγωγή και δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά αγαθά.
Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, έχουμε μια επιστροφή σε ένα σκληρό μονεταρισμό που θυμίζει 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που τα κράτη μετρούσαν την οικονομική τους ισχύ με βάση τη σκληρότητα του νομίσματός τους και το βάρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Είναι πραγματικά παράδοξο πως όλες οι υποτιθέμενες κατακτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής (υπερανάπτυξη πληροφορικής και επικοινωνιών, καταναλωτική κουλτούρα, μετατόπιση από τη γεωργία και τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, απελευθέρωση των αγορών, διάλυση του εργατικού κινήματος και αντικατάσταση των ταξικών δεσμών από άλλους που έχουν να κάνουν με το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, ή την εθνικότητα) αντί να απογειώσουν τον καπιταλισμό όπως πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες τον γυρίζουν πρακτικά και θεωρητικά 250 χρόνια πίσω.
Κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης που δέχεται παγκοσμίως ο κόσμος της εργασίας, πολύς κόσμος σκέφτεται ότι είναι αδύνατο τα τζιμάνια της Wall Street και των Βρυξελλών, τα golden boys των τραπεζών, τα γεράκια των διεθνών χρηματιστηρίων και τα μέλη της πολιτικής ελίτ να μην ξέρουν τι κάνουν, να μην έχουν κάποιο σατανικό και καλά μελετημένο σχέδιο που να αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους. Πρόκειται για αντίληψη μεταφυσική που διαχέει ηττοπάθεια και απογοήτευση στις τάξεις του κινήματος. Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και μια προσεκτική εξέταση των οικονομικών στοιχείων και των πολιτικών παραμέτρων, δείχνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όλα τα μέσα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε για να βγει από τις προηγούμενες κρίσεις είναι πια στο έναν ή το άλλο βαθμό ανενεργά:
i) Η ληστεία πρώτων υλών από τον τρίτο κόσμο έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όριά της. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες είναι ήδη ξεζουμισμένες ενώ μια σειρά από αντιδυτικά καθεστώτα κάνει όλο και πιο δύσκολη την υπεξαίρεση του ό,τι έχει απομείνει.
ii) Η εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από την περιφέρεια επίσης έχει σταματήσει. Λόγω της αποβιομηχάνισης, της υψηλής ανεργίας και του συνακόλουθου ρατσισμού, τώρα όχι μόνο δε φέρνουν μετανάστες αλλά διώχνουν και τους παλιούς.
iii) Το άνοιγμα νέων αγορών επίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάσχεση στην κρίση. Η φτώχεια στον πλανήτη είναι πια τόσο ενδημική που το 75 % σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει τίποτα από τα προϊόντα των προηγμένων χωρών όσο κι αν πέσουν οι τιμές. Σήμερα, από τα 7 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού τα 3,3 (47 %) ζουν με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. Η είσοδος της γενικευμένης φτώχειας στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα πράγματα χειρότερα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνειδητή και ορθολογική επιλογή της άρχουσας τάξης. Με αυτή την έννοια, το υποτιθέμενο σχέδιο κινεζοποίησης αρχικά του Νότου και στη συνέχεια ίσως όλης της Ευρώπης – στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται η αριστερά – είναι αδύνατον να προχωρήσει εφόσον παραβλέπει την παράμετρο της κατανάλωσης. Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος η κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας συνδεόταν πάντα διαλεκτικά  με την κατάσταση στις χώρες του κέντρου. Η υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους στην περιφέρεια και τις χώρες του τρίτου κόσμου αποσκοπούσε πάντα στην αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του κέντρου μέσω της πτώσης της τιμής των προϊόντων. Σε έναν κόσμο που τα ¾ του πληθυσμού κυριολεκτικά πεινάνε, η κινεζοποίηση του ευρωπαίου εργαζόμενου θα έφερνε το κεφάλαιο μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το ενδεχόμενο της κοινωνικής έκρηξης: Ποιος τελικά και σε τι τιμές, θα αγόραζε τα προϊόντα των Κινέζων ή των κινεζοποιημένων εργαζομένων;
iv) Η διεξαγωγή παγκόσμιων ή τοπικών πολέμων ως μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι πια κι αυτή δύσκολη όχι μόνο λόγω της τεράστιας ισχύος ακόμη και των συμβατικών όπλων και της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας διασποράς του κεφαλαίου που κάνει αδύνατη τη συσπείρωση των εθνικών καπιταλισμών πίσω από τις πολεμικές τους μηχανές. Με το ίδιο άτομο ή επιχειρηματικό όμιλο να κατέχει πλήθος επιχειρήσεων σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας διαφορετικών χωρών, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα βομβαρδίσει ποιόν.
v) Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στις χώρες της περιφέρειας με σκοπό τη διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και το ξεπούλημα του εθνικού τους πλούτου είναι κι αυτή προβληματική μετά από τόσες δεκαετίες κοινοβουλευτισμού σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι μόνο ότι οι κοινωνίες θα δεχτούν πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά μια τέτοια επιβολή, αλλά και ότι το ίδιο το σύστημα έχει «ξεσυνηθίσει» να υιοθετεί τέτοιες λύσεις αφού πετύχαινε αλλιώς τους σκοπούς του. Παράλληλα, τέτοιου είδους «λύσεις» ενέχουν μια τεράστια αντίφαση στον πυρήνα τους: η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση των κρατικών οντοτήτων πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την τυπική στα δικτατορικά καθεστώτα ενίσχυση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.
vi) Η επιλογή του κεφαλαίου να βγει από την κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος, με τόνωση των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης είναι στις σημερινές συνθήκες κυριολεκτικά αδύνατη αφού μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε ρήξη με τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ρήξη είναι αδύνατη από τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό εξυπηρετεί ευθέως τα συμφέροντα των τραπεζών. Πράγματι, μια τυπική καπιταλιστική λογική θα επέβαλε μια πολιτική εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που ακολουθείται τώρα. Όλοι πια αναγνωρίζουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στην αφθονία χρήματος αλλά στην άνιση κατανομή του. Δεν οφείλεται στην υπερκατανάλωση αλλά στην υποκατανάλωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε βασικά είδη ή υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Η ύφεση που επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες χώρες μεγαλώνει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – αφού αυτό πέφτει – αλλά πλήττει και τις εξαγωγικές οικονομίες των χωρών που την επιβάλλουν. Η Γερμανία για παράδειγμα, η οποία αντλεί τα πλεονάσματά της από τα ελλείμματα των άλλων, έκανε το 2010 το 55,5 % των εξαγωγών της στην ευρωζώνη και το 16,6 % στις χώρες του νότου. Επίσης το 91 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός της, πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα που επιβάλλεται σε κάποια μέλη της – ολοένα και περισσότερα – θα την πλήξει συνολικά. Ακόμη, όπως είδαμε, το χρέος της ευρωζώνης έφτασε πέρυσι στο 87, 2 % και φέτος θα ανέβει κι άλλο, ενώ το χρέος των Η.Π.Α. έχει περάσει το 100 % του ΑΕΠ τους. Αυτά τα χρέη είναι αδύνατο να πληρωθούν όσο υπάρχει ύφεση, γιατί αυτή καθηλώνει ή ρίχνει τις τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η αξία του χρήματος – που βρίσκεται συγκεντρωμένο σε τράπεζες – και να χρειάζονται έτσι όλο και περισσότερα πραγματικά αγαθά για την αποπληρωμή των χρεών.
Το αδιέξοδο αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά οι αστοί πολιτικοί παλαιότερης γενιάς και οι διανοούμενοι της άρχουσας τάξης γι’ αυτό και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του αστικού κόσμου αρχίζει να ζητά την άσκηση μιας μη υφεσιακής πολιτικής. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ίσως να είναι πια πραγματικά αδύνατη, στο βαθμό που η ανάπτυξη της τελευταίας 20ετίας ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Η κρίση δηλαδή, έχει αρχίσει πια να φαίνεται ότι είναι μια παγκοσμίων διαστάσεων προσαρμογή της εικονικής οικονομίας στην πραγματική, η οποία αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Σήμερα το παγκόσμιο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 54 τρισ. δολάρια αλλά α αποθεματικά των τραπεζών – αν δεν υπάρχουν κρυφά ποσά – σε 630 τρισ. δολάρια. Και μόνο αυτά τα δύο νούμερα δείχνουν ότι οι τράπεζες που έχουν επιβληθεί σα δύναμη κατοχής πάνω στην κοινωνία, δανείζουν ψεύτικο χρήμα, δηλαδή χρήμα που αντλούν  από την εικονική οικονομία, αλλά εξοφλούνται με αληθινό, δηλαδή χρήμα  που αφαιρούν από την πραγματική οικονομία. Μ’ αυτή την έννοια, όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις λένε ότι δεν μπορούν να ασκήσουν άλλη πολιτική από την πολιτική σκληρής λιτότητας, λένε αλήθεια αφού οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών. Με άλλα λόγια, χωρίς να χτυπηθεί η κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν υπάρχει πιθανότητα εξόδου  από την κρίση όσο μέτρα κι αν ληφθούν, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά για τους λαούς. Όσο τα κράτη θα εγγυώνται και θα καλύπτουν τα χρέη των τραπεζών, το ρίσκο των ασύδοτων τραπεζικών δραστηριοτήτων θα μεταφέρεται σε κρατικούς προϋπολογισμούς και θα τους βυθίζει.
Με αυτές τις συνθήκες η αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με άπιαστο όνειρο. Ακόμα και οι προτάσεις που πλασάρονται ως ριζοσπαστικές όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγου, δεν μπορούν αν υλοποιηθούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ύφεση τύπου Η.Π.Α. ή Βρετανίας, δηλαδή μια ύφεση που δε θα συνοδεύεται από το μόνιμο φόβο κρατικής χρεοκοπίας αφού αυτές οι χώρες που ελέγχουν το νόμισμά τους, όταν δεν μπορούν να πουλήσουν ομόλογα στις αγορές βάζουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τα αγοράσουν με χρήμα που μόλις έκοψαν.
Όλα αυτά δείχνουν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος. Όλοι οι δρόμοι εξόδου του καπιταλισμού από τις κρίσεις του μοιάζουν να έχουν κλείσει ή να έχουν στενέψει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και σοβαρά και σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η μείωση της αποτελεσματικότητας της αστικής προπαγάνδας για τους εξής λόγους:
α) Η αποδυνάμωση του κράτους αποδυναμώνει φυσικά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς.
β) Ο καπιταλισμός διεθνώς δεν έχει κανένα άλλοθι για την κρίση που είναι «όλη δική του» αφού τα τελευταία 20 χρόνια παίζει χωρίς αντίπαλο. Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει όπως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς.
γ) Η σημερινή κοινωνία παρά το γεγονός ότι έχει σε μεγάλο μέρος της αποσυρθεί τα τελευταία 30 χρόνια από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και μνήμες ευμάρειας που πάνε δυο και τρεις γενιές πίσω και άρα δε θα θεωρήσει τη φτώχεια δοσμένη από το Θεό και δε θα τη δεχτεί αμαχητί.
δ) Η σκληρή λιτότητα περιορίζει έως εξαφάνισης τη μεσαία τάξη που πάντα λειτουργούσε, όσο τουλάχιστον είχε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, ως δεκανίκι σε όλες της συντηρητικές επιλογές του κεφαλαίου.
Όπως φαίνεται απ’ όλα τα παραπάνω, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι πια τόσο οξυμένες, ώστε η λύση του οικονομικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Αυτό ισχύει βέβαια και για την περίπτωση της Ελλάδας.
Ελληνικός καπιταλισμός: ένας πολύ φτωχός συγγενής
Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αδύνατη με τα μνημόνια ακόμα κι αν πετύχουμε κάποιες επουσιώδεις ελαφρύνσεις όπως η επιμήκυνση, η πτώση των επιτοκίων ή ένα νέο κούρεμα του χρέους. Το πρόγραμμα έτσι κι αλλιώς δεν βγαίνει όσες επιμέρους βελτιώσεις και να γίνουν. Παρά την προπαγάνδα τρόικας, Κυβέρνησης και ΜΜΕ, χρεοκοπημένο δεν είναι το ελληνικό κράτος αλλά ο ελληνικός καπιταλισμός που πασχίζει με τα μνημόνια να φορτώσει τη χρεοκοπία του στο λαό.
Πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας, με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Εξαιρετικά αποδυναμωμένος οικονομικά, αλλά μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γεωπολιτικά, παίζει έναν ουσιαστικά ασήμαντο διεθνή ρόλο. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 και ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002), όχι μόνο έχασε το παλιό δασμολογικό δίχτυ προστασίας του αλλά βρέθηκε και με ένα νόμισμα πολύ σκληρό «για τα κυβικά του» ενώ είναι και εκτεθειμένος σ’ έναν ανταγωνισμό που δεν μπορεί να αντέξει. Επίσης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού λόγω κυρίως του σκληρού νομίσματος, το οποίο μάλιστα δεν ελέγχει, ούτε είναι εξαγωγικός, ούτε έχει τις υποδομές να γίνει.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλουν οι δανειστές και δουλικά αποδέχεται η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, τελικά θα πλήξει και την ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα ακόμα και οι τράπεζες είναι χρεοκοπημένες, πληρώνοντας τη λανθασμένη επιλογή τους να βασίσουν τα τελευταία 20 χρόνια την κερδοφορία τους σχεδόν αποκλειστικά στην ψαλίδα των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων και στη φάμπρικα των κάθε είδους δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν ολόκληρη η χώρα μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη, τα οφέλη θα είναι σίγουρα μεγαλύτερα για το ξένο κεφάλαιο απ’ ότι για το ελληνικό.
Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ο ελληνικός καπιταλισμός αφήνοντας κατά μέρος τις ανοησίες περί «ισχυρής Ελλάδας», «αειφόρου ανάπτυξης», «διείσδυσης στα Βαλκάνια» κλπ., ξεχνώντας την ευφορία της εποχής του χρηματιστηρίου (μόνο το 1,5 % των κωδικών του 1999 παραμένουν ενεργοί) και τους μεγαλοϊδεατισμούς της εποχής των ολυμπιακών αγώνων, κάνει αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις πανικού: Δίνει γη και ύδωρ για να μείνει στην ευρωζώνη ακολουθώντας μια πολιτική που κάνει σίγουρη την έξοδό του απ’ αυτή, συμπιέζει απίστευτα το εργατικό κόστος δηλαδή το μόνο παραγωγικό συντελεστή που δεν αποτελεί πρόβλημα, δίνει υποσχέσεις που θα διαψευστούν σε λίγες μόνο ημέρες (όπως, π.χ. ότι τα μέτρα αυτά είναι τα τελευταία), θέτει στόχους που δεν μπορεί καν να πλησιάσει (ανάπτυξη από το 2013, χρέος στο 120 % του ΑΕΠ το 2020 κλπ.), καίει τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές του εφεδρείες (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗΜ.ΑΡ.) ανασύροντας ακόμα και την Χρυσή Αυγή από τον υπόνομο του πολιτικού συστήματος. Μοιάζει να έχει χάσει κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, να βιάζεται να ακολουθήσει την κοινωνία στο βυθό που την έσπρωξε, την ίδια στιγμή που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» του ετοιμάζονται να τον πετάξουν κλωτσηδόν απ’ τα σαλόνια τους, σαν τον παρείσακτο επαρχιώτη που μπήκε λαθραία στη γιορτή.
Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δύσκολη θέση,  προσπαθώντας με την πιο αδύναμη κυβέρνηση [2] της σύγχρονης ιστορίας της χώρας να περάσει αλλεπάλληλα πακέτα σκληρών μέτρων. Σ’ αυτή την αδυναμία που θα εντείνεται όσο οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, οφείλεται και η πρωτοφανής ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, που δεν περιορίζεται βέβαια στην αστυνομική κτηνωδία ή στη συνεργασία του κράτους με το φασιστικό παρακράτος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάει πολύ παραπέρα: Η δημοκρατία ακυρώνεται ακόμα και στην αντιπροσωπευτική της, κοινοβουλευτική, έκφανση, το Σύνταγμα κουρελιάζεται καθημερινά, καταστρατηγούμενο με κάθε τρόπο και από κάθε φορέα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η χώρα κυβερνάται συνεχώς υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά σα να βρισκόμαστε σε δικτατορία.
Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο αντικαθίσταται από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών όταν δεν αποφασίζει μόνος του ο Σαμαράς. Κορυφαίο όμως δείγμα του συνεχούς ακρωτηριασμού της όποιας δημοκρατίας υπήρχε στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έσπευσε να περάσει ολόκληρο το τρίτο μνημόνιο σ’ ένα μόλις άρθρο, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και εφαρμόζοντας σκληρή κομματική πειθαρχία, αλλά και ότι 10 μόλις μέρες μετά πέρασε με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσα μέτρα δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή. Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν επουσιώδεις συμπληρώσεις ή τεχνικές λεπτομέρειες όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα αλλά σχεδόν αποτελούν ένα τέταρτο επαχθές μνημόνιο, επιφέροντας νέα χτυπήματα στον κόσμο της εργασίας και σε όλη την κοινωνία.
Όμως είναι σίγουρο ότι όση μαύρη προπαγάνδα κι αν γίνει περί της δήθεν αναπόδραστης αναγκαιότητας των νέων μέτρων, η μάχη θα κριθεί στην πραγματική ζωή και την πραγματική οικονομία και όχι στις ασκήσεις επί χάρτου της τρόικας και της Κυβέρνησης. Τα νέα μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά δε θα εφαρμοστούν –τουλάχιστον στο εισπρακτικό τους μέρος – γιατί πολύ απλά ο κόσμος δεν έχει πια τα λεφτά που θέλουν να του πάρουν. Σημασία δεν έχει ποιούς στόχους βάζεις αλλά ποιούς επιτυγχάνεις, δεν μετράει δηλαδή πόσους φόρους επιβάλλεις αλλά πόσους εισπράττεις. Η πρωτοφανής αναντιστοιχία των επιβαλλόμενων φόρων με τη φοροδοτική ικανότητα του γενικού πληθυσμού που θυμίζει καθεστώτα ανατολικής δεσποτείας, δε δείχνει μόνο κοινωνική αναλγησία. Δείχνει κυρίως πανικό και έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Οι νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων και οι νέες αυξήσεις φόρων θα μεγαλώσουν κι άλλο την ύφεση και την ανεργία χωρίς να μειώσουν το χρέος. Ένα νέο πακέτο μέτρων αρχίζει κιόλας να σχηματοποιείται για το Γενάρη ή το αργότερο για την άνοιξη, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας του τωρινού. Η κάθοδος στον Άδη θα συνεχιστεί. Εκτός αν τη σταματήσει η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση.
Και τώρα τί κάνουμε…;
Πρώτο και άμεσο καθήκον του κινήματος είναι η όσο το δυνατό συντομότερη ανατροπή και αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης. Έχει σημασία να τη ρίξουμε πριν πέσει μόνη της ή υπό την πίεση των δανειστών, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι οι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν να σταθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την οικοδόμηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που θα αποτρέψουν την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.
Δίνουμε λοιπόν τη μάχη για την παροχή τροφής, στέγης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους, για τη διοργάνωση συσσιτίων και κοινωνικών ιατρείων όπου είναι απαραίτητο, για να μην κλείσει κανένα νοσοκομείο και κανέναν σχολείο, για να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο και να μην περάσουν στην πράξη τα βάρβαρα εργασιακά μέτρα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην χάσει κανείς δανειολήπτης το σπίτι του, για να υπάρξει δίκτυο νομικής υποστήριξης απολυμένων ή απλήρωτων εργαζόμενων, για να συγκροτηθεί μια οργανωμένη και μαζική άρνηση πληρωμής των ληστρικών και αντισυνταγματικών χαρατσιών και για να τσακιστούν οι φασιστικές συμμορίες που δρουν ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου με στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος.
Ακόμα οι απεργίες μας πρέπει να οργανωθούν καλύτερα με παράκαμψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που τις σαμποτάρει συστηματικά, απεργιακά ταμεία, επιτροπές αγώνα, πυρήνες σε μικρότερες εργασιακές μονάδες, περιφρούρηση ενάντια στους απεργοσπάστες, διακλαδικό συντονισμό, συμπόρευση με ανέργους, φοιτητές, μετανάστες και λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες πρέπει να ενισχυθούν και να οργανωθούν καλύτερα.
Επίσης είναι απαραίτητη η οργάνωση άμυνας στην αστυνομική καταστολή, ιδιαίτερα στις μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες. Είναι βέβαια αλήθεια ότι για να τους νικήσουμε στο δρόμο πρέπει πρώτα να τους έχουμε νικήσει πολιτικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε στην καταστολή που έχει πια πάρει διαστάσεις ωμής βίας. Η ίδια η λογική των διαδηλώσεων πρέπει ίσως να αλλάξει. Μια πορεία που κατευθύνεται στο Σύνταγμα, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Όσοι συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε τέτοιες διαδηλώσεις έχουν πια καταλάβει πολύ καλά ότι η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πια για τους διαδηλωτές κυριολεκτικά άβατο. Είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να την κρατήσει συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της, ρίχνοντας βροχή δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, χρησιμοποιώντας αν υπάρξει ανάγκη και τα νέα της αποκτήματα όπως οι αντλίες νερού, οι πλαστικές σφαίρες ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Αν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική αντίδραση που θα σηκώσει το ηθικό του κόσμου και θα φοβίσει την αστυνομία δείχνοντάς της ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, χρειάζεται μια αλλαγή του «γενικού σχεδίου» των διαδηλώσεων, αν υποθέσουμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε τέτοιο: Προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, μικρότερα και ταυτόχρονα συλλαλητήρια σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών, αποκλεισμοί δρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κόσμος εφοδιασμένος τουλάχιστον με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη μοτοσικλετιστή, είναι μερικά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί μια κατάσταση όπου δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατευθύνονται στο Σύνταγμα σαν πρόβατα επί σφαγή, για να δεχτούν πριν καλά-καλά φτάσουν εκεί (αν δεν προσαχθούν προληπτικά από ασφαλίτες) την ωμή επίθεση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ που συμπεριφέρονται πλέον εντελώς απροσχημάτιστα σαν εγκληματική συμμορία όπως άλλωστε και οι χρυσαυγίτες ομοϊδεάτες τους.
Εννοείται ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς δηλαδή τη συμβολή των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς τα οποία έχουν τις οργανωτικές δομές, τους οικονομικούς πόρους και τη μαζική συμμετοχή που απαιτείται. Δυστυχώς κάτι τέτοιο μοιάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακρινό, δεδομένου ότι οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι απόλυτα συστημικές και ρεφορμιστικές. Ο μόνος τρόπος τα κομματικά επιτελεία να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι να συρθούν από την πίεση της βάσης και γι’ αυτό άλλωστε είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα της συνειδητοποίησης του κόσμου της Αριστεράς και της συνεργασίας του, έστω σε επίπεδο πράξης, με τον α/α χώρο,  κάθε είδους κινηματική δομή (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), μετανάστες κλπ.
Απώτερος μεγάλος στόχος όλων των παραπάνω, πρέπει να είναι η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, αν είναι δυνατό και σε συντονισμό με εργαζομένους άλλων χωρών που πλήττονται από την κρίση. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο αλλά διεθνές, ενώ και ο αντίπαλος είναι οργανωμένος σε διεθνές επίπεδο. Μια επιτυχημένη γενική πολιτική απεργία θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, θα όπλιζε τον κόσμο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πιθανόν θα ανέτρεπε τις ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων – πράγμα απαραίτητο για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Με άλλα λόγια θα ανέβαζε το γενικό επίπεδο του κινήματος και θα δρομολογούσε ίσως νέες εξελίξεις, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Σαμαρά.
Τέλος, το κίνημα πρέπει να κατεβάσει πιο προωθημένα αιτήματα, να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους που να πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη μερική ανάκτηση όσων χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, διαγραφή των χρεών όλων των χωρών προς τις τράπεζες, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, εργατικός έλεγχος παντού και ειδικά στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κλείνουν με πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων, βαρύτατη φορολόγηση της Εκκλησίας (αν όχι απόλυτη κοινωνικοποίηση της περιουσίας της), δήμευση των περιουσιών όσων έβγαλαν αφορολόγητα κεφάλαια στο εξωτερικό, διάλυση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ, ανασυγκρότηση της χώρας με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού της και αλλαγή του γενικού οικονομικού μοντέλου προς την κατεύθυνση του περάσματος των μέσων παραγωγής στα χέρια των εργαζομένων, των πραγματικών δηλαδή παραγωγών του πλούτου.
Πολύ σημαντικό είναι να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία των δυνάμεων της αριστεράς και του α/α χώρου πάνω σε ένα μίνιμουμ μεταβατικό πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας και ανακούφισης της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της, η οποία δέχεται την πιο σκληρή επίθεση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αναφερόμαστε σε μια ανέφικτη και ίσως αχρείαστη ιδεολογική ενότητα, αλλά σε μια ενότητα στη δράση που είναι και εφικτή και απαραίτητη. Αυτή η ενότητα στη δράση μπορεί να επιτευχθεί πάνω στη βάση της αυτό-οργάνωσης του κόσμου με στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (π.χ. άρνησης πληρωμής φόρων, ματαίωση του κλεισίματος νοσοκομείων ή των συγχωνεύσεων των σχολείων κλπ.).
Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η επικοινωνιακή αντεπίθεση του κινήματος μέσω μιας εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης του κόσμου η οποία πρέπει να γίνει με επιστημονικό τρόπο και να επικεντρωθεί κυρίως στα εξής θέματα:
α) Πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς και από πόσους δημιουργήθηκε το χρέος.
β) Γιατί τα προγράμματα που επιβάλλει η τρόικα οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο.
γ) Ποιός είναι ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.
δ) Ποιές είναι οι αδυναμίες του αντιπάλου. Σε ποιό βαθμό έχουν οξυνθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ποιές προοπτικές υπάρχουν για την ανατροπή του μέσω της όξυνσης της ταξικής πάλης.
ε) Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο του φασισμού και ποιός είναι ο πραγματικός του ρόλος.
στ) Ποιοί πρέπει να είναι οι κύριοι άξονες ενός προγράμματος άμεσης ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας και σε ποιά σημεία μπορεί να επιτευχθεί μια σύγκλιση όλων των προοδευτικών, αριστερών, αντιφασιστικών και αναρχικών/αντιεξουσιαστικών δυνάμεων.
Μια τέτοια εκστρατεία ενημέρωσης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού του κόσμου και την εδραίωση της πεποίθησής του ότι μπορεί να τα καταφέρει, ενώ παράλληλα θα εξόπλιζε το κίνημα με μια ανώτερου επιπέδου τακτική και στρατηγική, που με δεδομένοι ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική ελίτ άρχει χωρίς όμως πια να ηγεμονεύει, θα το βοηθούσε να αναλάβει την κοινωνική ηγεμονία με την γκραμσιανή έννοια.
Είναι γνωστή η άποψη του Λένιν πως οι κυριότερες προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης είναι: α) οι εκμεταλλευόμενοι να μην αντέχουν πια να κυβερνώνται όπως πριν και β) οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν πια να κυβερνούν όπως πριν. Κι αν το πρώτο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία και δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, το δεύτερο συμβαίνει πολύ σπάνια και μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια. Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η πορεία του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει οξύνει τόσο πολύ τις αντιφάσεις του που τα προβλήματά του δείχνουν πραγματικά άλυτα. Όλο το σύστημα είναι μπλοκαρισμένο, κανένα από τα προγράμματα ανάκαμψης δεν είναι υλοποιήσιμο. Η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων είναι τόσο έντονη όσο λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αντίπαλος λοιπόν δεν είναι άτρωτος και παντοδύναμος. Ο καπιταλισμός είναι πλέον ένα σύστημα ξεπερασμένο που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Οι υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ωριμάζουν ταχύτατα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πέσει από μόνος του ή ότι το έργο της ανατροπής του θα είναι εύκολο. Σημαίνει απλά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε και να συζητάμε σαν κάτι που αφορά την παρούσα ιστορική φάση και όχι ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους υπερτιμάμε και να τους φοβόμαστε παραπάνω απ’ όσο τους πρέπει και ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το βήμα.
Σημειώσεις:
1.Αναθεωρημένα στοιχεία που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την 6/10/2012 αναθεωρώντας τα αρχικά 3,5 % και 6,9 % αντίστοιχα.
2. Ήδη οι 179 βουλευτές έγιναν 153 κατά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ενώ το κόμμα που πραγματικά κυβερνά, πολύ συχνά ούτε καν ενημερώνοντας τους 2 κολαούζους του, έχει το 29,65 % των ψήφων του 62,49 % που ψήφισε. Πρόκειται για νούμερα πρωτοφανή χωρίς να υπολογίσουμε τη ραγδαία φορά της κυβέρνησης που αποτυπώνουν όλες οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις.
Συγγραφική ομάδα gid2
πηγή: eagainst.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

να είσαι καλά..