29 Μαΐου 2012

"Σώστε μας από τους σωτήρες"

του Σλαβόι Ζίζεκ
Φανταστείτε μια σκηνή δυστοπικής ταινίας που περιγράφει την κοινωνία μας στο κοντινό μέλλον. Φύλακες με στολές περιπολούν μισο-ερειπωμένους δρόμους του κέντρου την νύχτα, για κυνήγι μεταναστών, εγκληματιών και αλητών. Αυτοί που βρίσκουν είναι άγρια κακοποιημένοι. Αυτό που μοιάζει με ευφάνταστη Χολιγουντιανή εικόνα είναι πραγματικότητα στην Ελλάδα του σήμερα. Την νύχτα,  αυτόκλητοι προστάτες με μαύρες μπλούζες της νέο-φασιστικής  Χρυσής Αυγής που αρνείται το Ολοκαύτωμα – η οποία κέρδισε το 7% των ψήφων στον τελευταίο γύρο των εκλογών, και υποστηρίχθηκε, όπως λέγεται, από το 50% της αστυνομίας της Αθήνας – περιπολούν τους δρόμους και ξυλοκοπούν κάθε μετανάστη που βρίσκουν μπροστά τους: Aφγανούς, Πακιστανούς, Αλγερινούς. Οπότε, κάπως έτσι αμύνεται η Ευρώπη την άνοιξη του 2012.
Το πρόβλημα με την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού ενάντια στην απειλή της μετανάστευσης έγκειται στο ότι η αγριότητα της υπεράσπισής αποτελεί μεγαλύτερη απειλή στον «πολιτισμό» από οποιονδήποτε αριθμό Μουσουλμάνων. Με τέτοιους υπερασπιστές και φίλους, η Ευρώπη δεν χρειάζεται εχθρούς. Πριν από 100 χρόνια, ο G. K. Chesterton όρισε το αδιέξοδο στο οποίο παγιδεύονται οι επικριτές της θρησκείας: “Oι άνθρωποι  που ξεκινούν να πολεμούν την Εκκλησία για το καλό της ελευθερίας και της ανθρωπότητας καταλήγουν να παραμερίζουν την ελευθερία και την ανθρωπότητα αρκεί να μπορούν να πολεμήσουν την Εκκλησία… Οι αντικληρικαλιστές δεν έχουν καταστρέψει τα θεία, έχουν όμως καταστρέψει τα εγκόσμια, αν αυτό τους προσφέρει κάποια ικανοποίηση.»  Πολλοί μαχητικοί φιλελεύθεροι είναι τόσο πρόθυμοι να παλέψουν τον αντιδημοκρατικό φονταμεταλισμό που καταλήγουν να εγκαταλείπουν την ελευθερία και την δημοκρατία προκειμένου να πολεμήσουν την Εκκλησία. Αν οι «τρομοκράτες» είναι έτοιμοι να καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο επειδή αγαπούν κάποιον άλλον, οι πολεμιστές μας κατά του τρόμου είναι έτοιμοι να καταστρέψουν την δημοκρατία επειδή μισούν τον Μουσουλμάνο άλλο.  Κάποιοι από αυτούς αγαπούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τόσο πολύ που είναι έτοιμοι να νομιμοποιήσουν τα βασανιστήρια για να την υπερασπιστούν. Είναι μια αντιστροφή της διαδικασίας μέσω της οποίας οι φανατικοί υπερασπιστές της θρησκείας ξεκινούν με επιθέσεις κατά  της σύγχρονης κοσμικής κουλτούρας και καταλήγουν να θυσιάζουν τα ίδια τους τα θρησκευτικά διαπιστευτήρια μέσα στην προθυμία τους να εξαλείψουν τις πτυχές της κοσμικότητας που μισούν.
Αλλά οι υπερασπιστές της Ελλάδας από τους μετανάστες δεν είναι ο πρωταρχικός κίνδυνος: είναι απλά υπο-προϊόν της αληθινής απειλής, των πολιτικών λιτότητας δηλαδή που έχουν προκαλέσει την τραγική κατάσταση στην χώρα. Ο επόμενος γύρος των Ελληνικών εκλογών θα πραγματοποιηθεί στις 17 Ιουνίου. Το ευρωπαϊκό κατεστημένο μας προειδοποιεί πως αυτές οι εκλογές είναι ζωτικής σημασίας: διακυβεύεται όχι μόνο η μοίρα της Ελλάδας, αλλά ίσως και η μοίρα ολόκληρης της Ευρώπης. Το ένα αποτέλεσμα – το σωστό όπως ισχυρίζονται – θα επιτρέψει την συνέχιση της επίπονης αλλά απαραίτητης διαδικασίας της ανάκαμψης μέσω της λιτότητας. Το εναλλακτικό αποτέλεσμα – αν το «ακραίο αριστερό» κόμμα ΣΥΡΙΖΑ νικήσει – θα είναι μία ψήφος υπέρ του χάους και θα επιφέρει το τέλος του (Ευρωπαϊκού) κόσμου όπως τον ξέρουμε.
Οι προφήτες του ολέθρου έχουν δίκιο, αλλά όχι όπως το εννοούν. Οι επικριτές των σημερινών μας δημοκρατικών ρυθμίσεων παραπονιούνται πως οι εκλογές δεν προσφέρουν πραγματική επιλογή καθώς καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα κεντροδεξιό και ένα κεντροαριστερό κόμμα, τα προγράμματα των οποίων είναι σχεδόν ταυτόσημα. Στις 17 Ιουνίου, η επιλογή θα είναι πραγματική: το κατεστημένο (Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ) από τη μία, ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη. Και, όπως γίνεται συνήθως όταν τίθεται θέμα πραγματικής επιλογής, το κατεστημένο είναι σε πανικό: λένε πως θα ακολουθήσει το χάος, η φτώχεια και η βία αν κάνει ο κόσμος την λάθος επιλογή. Η πιθανότητα και μόνο μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ λέγεται πως προκαλεί ρίγη φόβου στις παγκόσμιες αγορές. Η ιδεολογική «προσωποποιία» έχει την τιμητική της: oι αγορές μιλούν λες και είναι άνθρωποι, εκφράζοντας την «ανησυχία» τους για το τι θα συμβεί αν οι εκλογές αποτύχουν να σχηματίσουν μια  κυβέρνηση με εντολή να συνεχίσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας της Ε.Ε και του ΔΝΤ, καθώς και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι πολίτες της Ελλάδας δεν έχουν χρόνο να ανησυχούν για αυτές τις προοπτικές: έχουν αρκετά για να ανησυχούν στην καθημερινότητα τους που γίνεται ολοένα πιο άθλια, σε βαθμό που δεν έχουμε δει στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες.
Τέτοιες προβλέψεις είναι αυτό-εκπληρούμενες, προκαλούν πανικό και κατά συνέπεια οδηγούν στα ενδεχόμενα  κατά των οποίων προειδοποιούν. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ νικήσει, το Ευρωπαϊκό κατεστημένο θα ελπίζει πως θα μάθουμε με σκληρό τρόπο τι συμβαίνει όταν υπάρξει απόπειρα διακοπής του φαύλου κύκλου της αμοιβαίας συνενοχής ανάμεσα στους τεχνοκράτες των Βρυξελλών και τον αντιμεταναστευτικό λαϊκισμό. Γι’ αυτό το λόγο, ο Αλέξης Τσίπρας, αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, διευκρίνισε σε πρόσφατη συνέντευξη του πως πρώτη του προτεραιότητα, στην περίπτωση που κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι να αντισταθμίσει τον πανικό: “Oι άνθρωποι θα υπερνικήσουν τον φόβο. Δεν θα υποκύψουν, δεν θα εκβιαστούν». Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα σχεδόν ακατόρθωτο έργο. Η φωνή τους δεν είναι η φωνή της «ακροαριστερής τρέλας», αλλά της λογικής που ορθώνει το ανάστημα της ενάντια στην τρέλα της ιδεολογίας της αγοράς. Με την προθυμία τους να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους, έχουν εξοβελίσει τον φόβο που έχει η αριστερά να αναλάβει εξουσία, έχουν το κουράγιο να καθαρίσουν το χάος που άλλοι δημιούργησαν. Θα χρειαστεί να ασκήσουν έναν τρομερό συνδυασμό αρχών και πραγματισμού, δέσμευσης στη δημοκρατία και ετοιμότητας να δράσουν γρήγορα και αποφασιστικά όπου χρειαστεί. Αν είναι να έχουν έστω και μία ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας, θα χρειαστούν μια πανευρωπαϊκή εκδήλωση αλληλεγγύης: όχι μόνο αξιοπρεπή μεταχείριση από μέρους κάθε ευρωπαϊκής χώρας, αλλά επίσης και πιο δημιουργικές ιδέες, όπως την προώθηση του τουρισμού αλληλεγγύης φέτος το καλοκαίρι.
Στις Σημειώσεις για τον ορισμό της Κουλτούρας, ο Τ. Στ. Έλιοτ επεσήμανε πως υπάρχουν στιγμές που η μόνη επιλογή βρίσκεται ανάμεσα στην αίρεση και την μη-πίστη – π.χ όταν ο μόνος τρόπος να κρατηθεί μια θρησκεία ζωντανή είναι να υποστεί μια σεκταριστική διάσπαση. Αυτή είναι κατάσταση σήμερα στην Ευρώπη. Μόνο μια νέα «αίρεση» - που αυτή την στιγμή εκπροσωπείται από τον ΣΥΡΙΖΑ- μπορεί να σώσει ότι αξίζει να σωθεί από την Ευρωπαϊκή κληρονομία: την δημοκρατία, την πίστη στους ανθρώπους, την ισότητα , την αλληλεγγύη, κλπ.  Η Ευρώπη με την οποία θα καταλήξουμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί είναι μια «Ευρώπη με Ασιατικές αρχές» - οι οποίες βέβαια δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την Ασία αλλά τα πάντα με την τάση  του σύγχρονου καπιταλισμού να αναστέλλει την δημοκρατία. 
Ιδού το παράδοξο που διατηρεί την «ελεύθερη ψήφο» στις δημοκρατικές κοινωνίες: καθένας είναι ελεύθερος να επιλέξει υπό τον όρο πως κάνει την σωστή επιλογή. Να γιατί, όταν γίνεται η λάθος επιλογή (όπως έγινε όταν η Ιρλανδία απέρριψε  το Ευρωσύνταγμα), η επιλογή αντιμετωπίζεται ως σφάλμα και το κατεστημένο ζητά άμεσα την επανάληψη της «δημοκρατικής» διαδικασίας ώστε το σφάλμα να διορθωθεί. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, πρότεινε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πακέτο διάσωσης της ευρωζώνης στα τέλη του περασμένου έτους, το ίδιο το δημοψήφισμα απορρίφθηκε ως λανθασμένη επιλογή.
Είναι δύο οι βασικές εκδοχές αναφορικά με την Ελληνική κρίση στα ΜΜΕ: η Γερμανο - ευρωπαϊκή (οι ‘Έλληνες είναι ανεύθυνοι , τεμπέληδες, σπάταλοι, φοροφυγάδες κλπ και πρέπει να τεθούν υπό έλεγχο και να διδαχθούν  δημοσιονομική πειθαρχία) και η Ελληνική ιστορία (η εθνική μας κυριαρχία απειλείται από τους νεοφιλελεύθερους τεχνοκράτες που επέβαλαν οι Βρυξέλλες). Όταν ήταν πια αδύνατον να αγνοηθεί η δεινή κατάσταση των Ελλήνων, μια τρίτη εκδοχή έκανε την εμφάνιση της: οι Έλληνες πλέον απεικονίζονται ως τα θύματα μιας ανθρωπιστικής καταστροφής που χρειάζονται βοήθεια, λες και χτύπησε την χώρα κάποιος πόλεμος ή μια φυσική καταστροφή. Ενώ και οι τρεις ιστορίες είναι λανθασμένες, η τρίτη είναι ενδεχομένως η πιο αηδιαστική. Οι Έλληνες δεν είναι παθητικά θύματα: βρίσκονται σε πόλεμο με το Ευρωπαϊκό οικονομικό κατεστημένο, και αυτό που χρειάζονται είναι αλληλεγγύη στον αγώνα τους, γιατί είναι και δικός μας αγώνας. 

Η Ελλάδα δεν είναι η εξαίρεση. Αποτελεί ένα από τα κύρια πεδία δοκιμών ενός νέου κοινωνικό-οικονομικού μοντέλου, δυνητικά καθολικής εφαρμογής: μιας από-πολιτικοποιημένης τεχνοκρατίας στην οποία θα επιτρέπεται στους τραπεζίτες και άλλους ειδήμονες να κατεδαφίσουν την δημοκρατία. Σώζοντας την Ελλάδα από τους φερόμενους διασώστες της, σώζουμε  και την ίδια την Ευρώπη. 

25 Μαΐου (Μετάφραση Αναστασία Γιάμαλη)
πηγή: αυγή

21 Μαΐου 2012

τι ψήφισαν οι πλατείες;




Του Κώστα Δουζίνα*
'Η Ευρώπη χρησιμοποίησε την Ελλάδα ως πειραματόζωο για να δοκιμάσει τις συνθήκες αναδιοργάνωσης του ύστερου καπιταλισμού. Αυτό που δεν περίμεναν οι ευρωπαϊκές και ελληνικές ελίτ ήταν ότι το πειραματόζωο θα καταλάμβανε το εργαστήριο, θα έδιωχνε τους τυφλούς επιστήμονες και θα άρχιζε ένα διαφορετικό πείραμα: την ίδια τη μετεξέλιξη του από αντικείμενο σε υποκείμενο της πολιτικής πράξης. Η έννοια και τα όρια της δημοκρατίας παίζονται πάλι στον τόπο που γεννήθηκαν'
Όταν έγραφα αυτές τις γραμμές το φθινόπωρο του '11 πολλοί μου είπαν ότι ήμουν υπερβολικά αισιόδοξος ή χειρότερα τελείως εκτός πραγματικότητας. Οι πλατείες είχαν αδειάσει, το κίνημα είχε κοπάσει, μια νέα κυβέρνηση είχε ορκιστεί, η συνηθισμένη αριστερή μελαγχολία είχε επιστρέψει. Και όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς. Ο σπόρος για τα αποτελέσματα των εκλογών της 6 Μαΐου σπάρθηκε στο Σύνταγμα και τις λαϊκές συνελεύσεις, στην Κερατέα και στα διόδια των εθνικών δρόμων. Χωρίς τις πλατείες, το σύστημα εξουσίας πιθανότατα θα είχε πετύχει τη μεταθανάτια επιβίωση του. Ο ρόλος της πλατείας και των άλλων κινημάτων αντίστασης ήταν καθοριστικός. Γενιές ανέργων και μη απασχολήσιμων, γυναίκες και άνδρες, πολίτες και ξένοι, νέοι και γέροι, από διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες και ιστορικές καταβολές, ξεσηκώθηκαν και έμαθαν τη σημασία της ανυπακοής ως υπέρτατης πολιτικής πράξης.
Τρία μαθήματα της πλατείας προετοίμασαν τη νίκη της Αριστεράς: Πρώτον, αν διακρίνουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα, κατά τον Αριστοτέλη και τη Χάνα Άρεντ, σε ποίηση και πράξη, η ποίηση αποσκοπεί στην παραγωγή ενός προϊόντος -μιας καρέκλας ή ενός επιστημονικού άρθρου-, ενώ η πράξη βρίσκει τον σκοπό της εσωτερικά, στην αυτοαναφορικότητά της που, κατά την Άρεντ, αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής - κάπως έτσι είναι η δραστηριότητα του χορευτή ή του ηθοποιού, που ολοκληρώνεται και τελειοποιείται σε μια νέα ανάγνωση ή ερμηνεία της χορογραφίας και του θεατρικού έργου.
Στο Σύνταγμα, οι ομιλίες του πλήθους αποτέλεσαν αριστοτελική πράξη, δημόσια επικοινωνία και αυτοτελή δημιουργία. Τα ποιήματα που συχνά απαγγέλλονταν, οι προσωπικές διηγήσεις και οι ιστορικές αναφορές αποτελούν μετουσίωση του δημόσιου λόγου από εργαλειακό σε επιτελεστικό, δηλαδή σε βαθιά πολιτικό. Αλλά ταυτόχρονα με τη δημόσια έκφραση ή ερμηνεία, οι ομιλούντες συμμετείχαν στη δημιουργία συλλογικής γνώμης ή άποψης για το κοινό καλό. Πράξη και ποίηση μαζί, αυτοτελής έκφραση και ετεροτελής λόγος, το Σύνταγμα επέστρεψε σε μια εγκαταλειμμένη άποψη περί του κοινού και δημοσίου. Εδώ καλλιεργήθηκε η νέα πολιτική, η αισθητική πολιτική, η οποία βρήκε στις εκλογές την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση από τις δυνάμεις που από την αρχή βρεθήκαν στα κινήματα χωρίς αλαζονείες και ηγεμονισμούς.
Δεύτερον, ο βιοπολιτικός νεοφιλελευθερισμός δεν παράγει απλώς εμπορεύματα αλλά υποκείμενα, πρώτα και κύρια το ελεύθερο υποκείμενο με δικαιώματα και επιθυμίες, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία του καπιταλισμού. Το άτομο του ύστερου καπιταλισμού είναι στόχος και δημιούργημα δύο στρατηγικών: αποτελεί το άνευ σημασίας και ιδιαιτερότητας αντικείμενο πληθυσμιακών πολιτικών γύρω από τη γεννητικότητα, τη σεξουαλικότητα, την υγεία, την εκπαίδευση, την εργασία κ.λπ.??? αλλά ταυτόχρονα οι στρατηγικές αυτές εγγράφουν στο υποκείμενο ανάγκες, επιθυμίες και ελπίδες, που το κάνουν να αισθάνεται ελεύθερο, αυτόνομο και δημιουργικό. Μόνο ως υπάκουοι/υπήκοοι γινόμαστε «ελεύθερα» υποκείμενα.
Στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008, το 2010 στην Τυνησία και στην πλατεία Ταχρίρ, το 2011 στην Πουέρτα ντελ Σολ, το Σύνταγμα, το πάρκο Ζουκότι και τον Άγιο Παύλο του Λονδίνου, οι υπήκοοι έγιναν υποκείμενα. Η Σάρα, Αιγύπτια, λέει στη μητέρα της, επιστρέφοντας από την πλατεία Ταχρίρ: «Δεν είμαι ο εαυτός μου. Είμαι ένας καινούργιος άνθρωπος που γεννήθηκε σήμερα». Ένας νέος στα Δεκεμβριανά της Αθήνας λέει: «Έχω ξαναβρεθεί σε διαδηλώσεις, αλλά ποτέ δεν είχα συμμετάσχει σε ταραχές. Ήταν για μένα ένα είδος μύησης και πρέπει να παραδεχτώ ότι αισθάνομαι απελευθερωμένος. Ένιωσα ότι ξαναέπαιρνα τον έλεγχο του εαυτού μου». Ένας άνδρας που έχει πάρει τα τρία του λεπτά στη συνέλευση του Συντάγματος στις 17 Ιουνίου, μιλάει με άψογα διατυπωμένες προτάσεις και παραγράφους και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για το μέλλον του κινήματος. Πριν τον φωνάξουν στο μικρόφωνο ήταν ταραγμένος και έτρεμε από το τρακ και τη νευρικότητα. «Πώς τα κατάφερες;» τον ρώτησα. «Νόμιζα ότι θα σωριαζόσουν κάτω». «Μόλις άρχισα να μιλάω» μου απάντησε «κάποιος μέσα μου, ένας “ξένος”, άρχισε να μου υπαγορεύει. Έλεγα τις λέξεις αλλά κάποιος άλλος μιλούσε». Αυτή η μετουσίωση, ο «ξένος μέσα μου», είναι έργο ελευθερίας, η στιγμή που το υποκείμενο δεν υπόκειται. Τα επιφάνεια της ελευθερίας ένωσαν το παγκόσμιο κίνημα ανυπακοής, διαμαρτυρίας και εξέγερσης. Η διττή στρατηγική που συνιστά το υποκείμενο, ως ζωή που υπακούει και υπόκειται, ράγισε στις πολύμορφες αντιστάσεις. Οι πλατείες ήταν πράξη και μάθημα ελευθερίας.
Στις πλατείες γνωρίσαμε ανθρώπους από άλλους χώρους και τόπους, άλλες λογικές και ιστορίες, και γίναμε δήμος αντίστασης και ανυπακοής, παραμείναμε μοναδικότητες εν συναθροίσει, με κοινή πολιτική επιθυμία. Το μετεμφυλιακό κλίμα που χώριζε τον λαό διαλύθηκε στις λαϊκές συνελεύσεις του πλήθους και στα σύννεφα των χημικών. Στις 6 Μαΐου του 2012, το ουράνιο τόξο των πλατειών ξαναβρέθηκε στις κάλπες και ψήφισε την αριστερή ενότητα. Σ' όλες τις εκλογικές περιφέρειες της πλατείας, η αριστερή ενότητα ήταν πρώτη. Στις περιοχές των μεγάλων αγώνων, στις Κερατέες, στις Αργυρουπόλεις, στις Λαυρεωτικές, πρώτη με διαφορά. Η άμεση δημοκρατία άρχισε να αποκτά το κοινοβουλευτικό της συμπλήρωμα.
Τρίτον, η ηγεμονική πολιτική επιλέγει έναν ανταγωνισμό που διαπερνά και διαιρεί τον κοινωνικό χώρο, τον αναδεικνύει ως κεντρικό και συναρτά σε ενότητα διάφορες ομάδες, τάξεις και πολίτες. Ο λαός, το πλήθος, ο πολιτικός σχηματισμός, δεν μπορούν να δράσουν ως πολιτικό υποκείμενο χωρίς μια τέτοια ηγεμονική παρέμβαση. Εφόσον ο «λαϊκός» πόλος δεν υπάρχει εκ των πρότερων, πρέπει να δημιουργηθεί μέσα από την αντιπαράθεση του με την εξουσία. Η αντιπαράθεση διαχωρίζει τα στρατόπεδα που δημιουργούνται στις δύο πλευρές αυτής της διαχωριστικής γραμμής.
Τρεις κεντρικές διαχωριστικές γραμμές αναδείχτηκαν στις πλατείες. Πρώτα, επίθεση στην οικονομική εξαθλίωση και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού των Μνημονίων. Επίθεση όχι στο χρέος -έναν αόριστο, ακατάληπτο αριθμό που παραπέμπει για την αντιμετώπισή του σε ειδικούς, οικονομολόγους και τεχνοκράτες- αλλά στην «επιθυμία χρέους» από τη μεριά των ελίτ και, πιο συγκεκριμένα, στην επιβολή των εξοντωτικών μέτρων που επιβάλλουν τα Μνημόνια.
Έπειτα, υπεράσπιση της λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. H κατάσταση ανάγκης, η αναστολή της της νομιμότητας και νομιμοποίησης του ελληνικού κοινωνικού κράτους, επιβλήθηκε στην Ελλάδα από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας έγινε κεντρική διαχωριστική γραμμή και πεδίο σύγκρουσης και σύστασης ηγεμονίας: η ανεξαρτησία μπορεί να εγγραφεί σε ριζοσπαστική κατεύθυνση (όπως έγινε με τα κινήματα κατά της αποικιοκρατίας), αλλά και σε αντιδραστική, ξενοφοβική και ρατσιστική. Η ηγεμονική παρέμβαση είναι κρίσιμη για να αποτραπεί η εκμετάλλευση της εθνικής κυριαρχίας από τη δεξιά και την ακροδεξιά, αλλά και επειδή, όπως ξέρουμε, σε περιόδους κρίσης και φόβου, ο κόσμος καταφεύγει στην ασφάλεια της εθνικής ταυτότητας.
Και τέλος, η τρίτη γραμμή τοποθετεί την υπεράσπιση της δημοκρατίας στο κέντρο της αντίθεσης. Οι επιθέσεις των ελληνικών και ξένων ελίτ στη δημοκρατία είναι συνεχείς, βίαιες και κλιμακούμενες. Στις «μεταπολιτικές» συνθήκες εξευτελισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, οι πολίτες έχουν αποκλειστεί συστηματικά από την πολιτική και τα αντανακλαστικά για την υπεράσπιση της δημοκρατίας είναι χαμηλά. Μόνο μια διαφορετική σύλληψη της δημοκρατίας μπορεί να συσπειρώσει δυνάμεις για την υπεράσπισή της. Αυτό έκαναν οι πλατείες. Για πρώτη φορά από την εγκαθίδρυση και πρόσφατη έκπτωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, επιτέλεσαν μια άλλη, άμεση μορφή δημοκρατίας και την ενέγραψαν ως υποθήκη στα πολιτικά και πολιτειακά κιτάπια.
Η ηγεμονική στρατηγική που αναδύθηκε στις πλατείες άλλαξε την πολιτική συζήτηση, μεταθέτοντας την αντιπαράθεση από το χρέος και τους όρους αποπληρωμής του στην επανασύσταση του κοινωνικού δεσμού, την προστασία της λαϊκής κυριαρχίας και την επανίδρυση της πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης. Αυτοί ήταν και οι τρεις άξονες της ενωτικής Αριστεράς. Οι πλατείες ανέδειξαν την ελευθερία του ανυπάκουου πολίτη, την ισότητα της άμεσης δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, και την αλληλεγγύη και δύναμη των πολλαπλών μοναδικοτήτων εν συναθροίσει. Στις εκλογές το πλήθος έγινε λαός και ψήφισε Αριστερά.

* Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Το βιβλίο του Αντίσταση και Φιλοσοφία στην Κρίση: Πολιτική, Ηθική και Στάση Σύνταγμα στο οποίο εμφανίζεται η αρχική αναφορά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
πηγή:αυγή 

Video : “Nous sommes tous Grecs” , “Είμαστε όλοι Έλληνες” !(Ένα ντοκυμαντέρ του Raphael Moriniere )

Deux français partent en Gréce, à Athènes, à la rencontre du peuple grec
pour découvrir et comprendre par eux-mêmes la réalité de la crise de la dette.
Avec Raphaël Morinière et Jean-Christophe Couillé.
Réalisation Raphaël Morinière, montage Cécil Perroud, Musique Originale de Georges Boussounis et Oze Urban Danja.
Nous recherchons une production pour réaliser le 52 mn.

18 Μαΐου 2012

ο ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας



Η συνεχής τρομοκρατία των πολιτικών και οικονομικών ελίτ και των κυρίαρχων μέσων μαζικής ενημέρωσης έχει βάλει για τα καλά την ελληνική κοινωνία σε μια περίοδο διαρκούς έκτακτης ανάγκης, με αποτέλεσμα την άκρα πόλωση και τον ακρωτηριασμό κάθε επιχειρήματος και κριτικής σκέψης.
Το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου συνοψίζεται σε αφορισμούς του τύπου «μνημόνιο ή καταστροφή» που αρχικά ασπάζονταν «εκσυγχρονιστές» πολιτικοί και δημοσιογράφοι και πλέον αναπαράγεται από καλλιτέχνες, διανοούμενους και πολλούς άλλους που μην μπορώντας να εκφέρουν αντεπιχειρήματα υιοθετούν τη κυρίαρχη διαλεκτική ως τη μόνη εναλλακτική.
Η γραμμή που ακολουθούν τόσο τα κόμματα όσο και οι πολίτες ατομικά ορίζεται από την υποστήριξη ή απόρριψη του μνημονίου, γεγονός που τείνει να επισκιάσει σχεδόν κάθε προγενέστερη ιδεολογική αναφορά.
Από τη μία πλευρά έχουμε το ιδεολογικά συμπαγέστερο φιλομνημονιακό «μεταρρυθμιστικό» στρατόπεδο, που «καταδικάζοντας τη βία από όπου κι αν προέρχεται», αποκηρύσσει κάθε αντίδραση ως λαϊκισμό, και στο όνομα μιας ψευδούς κοινής λογικής προβάλλει τα νεοφιλελεύθερα μέτρα και πολιτικές ως ένα επώδυνο μεν αλλά αντικειμενικά αναγκαίο κακό.
Μια εμπεριστατωμένη κριτική πάνω στη χρόνια διαφθορά και την γραφειοκρατία ακολουθείται πάντοτε από έναν αστήρικτο συλλογισμό ότι η μόνη φυσική λύση των προαναφερθέντων προβλημάτων είναι ο «εκσυγχρονισμός» μέσω νεοφιλελεύθερων πολιτικών, ενώ κάθε αντίσταση στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις ισοδυναμεί με την προάσπιση συμφερόντων.
Μολονότι η ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας σε πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής είναι δεδομένη, η μονοδιάστατη υπεράσπιση των δήθεν αντικειμενικών και ιδεολογικά ουδέτερων δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων, έξω από το κοινωνικό και περιβαλλοντικό τους περίβλημα, είναι άκρως προβληματική.
Η συνεχής και μονομερής αναφορά από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης σε αδιανόητα χρηματικά ποσά, δυσνόητους χρηματοπιστωτικούς όρους και ανόητους οικονομικούς δείκτες περιορίζει και υποβαθμίζει την συζήτηση στην ανάλυση αριθμών, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το πρόβλημα είναι μαθηματικό και ότι αν αυτό λυθεί, θα λυθούν αυτόματα και όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της κοινωνίας.
Πέραν της κραυγαλέας διάψευσης της δήθεν αντικειμενικότητας και ανωτερότητας τέτοιου είδους συλλογισμών από την ίδια τη σύγχρονη ιστορία, η αποκλειστική χρήση οικονομικών επιχειρημάτων από τους υποστηρικτές του μνημονίου και την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου αναιρεί εξ ορισμού τη δυνατότητα διαλόγου πάνω σε πληθώρα ζητημάτων της καθημερινότητας και πτυχών της ζωής που δεν χωράνε σε οικονομικά μοντέλα.
Ο περιορισμός του δημόσιου διαλόγου σε μια οικονομικού τύπου διαλεκτική αφαιρεί το δικαίωμα από τους πολίτες να εκφέρουν άποψη πάνω σε ευρύτερες και ουσιαστικότερες έννοιες, όπως ο τρόπος της ζωής που θέλουν να ακολουθήσουν.
Ως αποτέλεσμα πολλά από τα πλέον ουσιώδη θέματα δεν τίθενται καν προς συζήτηση, γεγονός που δικαιολογημένα δημιουργεί υποβόσκουσες εντάσεις που καταλήγουν σε ξεσπάσματα έναντι του κράτους και των θεσμών του.
Απέναντι στους υποστηρικτές του μνημονίου βρίσκεται μια πολυπληθής αλλά ανομοιόμορφη ομάδα χωρίς κοινά κίνητρα και ιδεολογία. Μπορεί ορισμένες μειοψηφίες να βλέπουν την κατάσταση ως μια ευκαιρία αυτοθέσμισης της κοινωνίας με ευρύτερη συμμετοχή στα κοινά, μα ένα μεγάλο κομμάτι των μικροαστών αγανακτισμένων της μούντζας ουσιαστικά επιθυμεί την επιστροφή στην προ-κρίσης ευημερία, προβάλλοντας την εθνική ταυτότητα, λόγω έλλειψης άλλης ιδεολογίας.
Έτσι, οι συνεχείς και γενικευμένες αντιδράσεις που παρατηρούμε δεν προσφέρουν μια ουσιαστική αντί-πρόταση, μα έχουν βασικό σκοπό την εκδίκηση και τιμωρία των υπεύθυνων. Από τα βασικά αιτήματα, που συνοψίζονται στο «να φύγουν οι προδότες», απουσιάζει κάθε κοινωνιολογική κριτική και κάθε αναφορά στις δομικές ανισότητες του συστήματος, πόσο μάλλον μια εναλλακτική πρόταση για το χτίσιμο μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης μελλοντικής κοινωνίας.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως αλλιώς θα μπορούσε να αντιδράσει η ελληνική κοινωνία. Η οργή και η αντίδραση ενάντια στην αδικία είναι ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Από εκεί και πέρα όμως χρειάζεται το χτίσιμο εναλλακτικών συλλογικών αξιών στην κοινωνία, η υγιής παιδεία, η κριτική σκέψη, η ορθή κρίση και η συνειδητή απόρριψη της παραπληροφόρησης.
Κάθε δήλωση για το «να πάρουμε τη ζωή στα χέρια μας» οφείλει να ακολουθείται και από το «τι θα την κάνουμε αυτήν τη ζωή;». Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εξορίζοντας τους προδότες, μειώνοντας το χρέος ή αλλάζοντας πολιτική ηγεσία στο υπάρχον σύστημα, μα αναθεωρώντας τις βασικές θεμελιακές αξίες και θεσμούς της κοινωνίας.
Όσο αυτές παραμένουν, τότε όσο και να αντιδράει ο κόσμος σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αυτό που θα γεννηθεί ξανά θα εμπεριέχει πάλι την ίδια εκμετάλλευση, την ίδια αδικία.
Μια κοινωνία μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μόνο αν οι πολίτες που την αποτελούν αποφασίσουν να ασχοληθούν ενεργά με τα κοινά και αρχίσουν να ορίζουν το μέλλον τους, συζητώντας, παίρνοντας ρίσκα, αλλάζοντας συνήθειες, ακυρώνοντας στην πράξη πρακτικές άδικες και απούσες νοήματος.
Η σημασία του προτάγματος της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, η καστοριαδική έννοια της αυτονομίας που έχει επανέλθει στο προσκήνιο και μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, προτάσσει την ελευθερία να έχουμε διαύγεια απέναντι σε αυτό που σκεφτόμαστε και κάνουμε.
Σύμφωνα με το πρόταγμα αυτό, μια δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία μπορεί να υπάρξει μόνο αν κάθε άτομο που την αποτελεί δρα και λειτουργεί αυτόνομα, άρα ελεύθερα, αλλιώς οι θεσμοί εκφυλίζονται και αυτό-αναιρούνται.
Η αυτονομία είναι έννοια συνυφασμένη με την άμεση δημοκρατία γιατί μόνο άτομα αυτόνομα είναι σε θέση να απεξαρτηθούν από τους «ειδικούς» της πολιτικής και να υποστηρίξουν τη θέση τους με βάση ένα όραμα για τη ζωή και την κοινωνία που επιθυμούν, συμμετέχοντας στα κοινά πέραν της μιας μέρας ψηφοφορίας στα τέσσερα χρόνια.
Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό, η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα σύνολο θεσμών αλλά αποτελεί μια μορφή κοινωνίας: ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς σε μια ατέρμονη διαδικασία αμφισβήτησης και λήψης αποφάσεων. Μια αυτόνομη δημοκρατική κοινωνία λοιπόν οφείλει να κατασκευάσει μια δημοκρατική κουλτούρα και μια δημοκρατική ταυτότητα. Σε μια τέτοια κοινωνία δε λείπει φυσικά η αβεβαιότητα.
Ωστόσο, αυτή η μορφή της αβεβαιότητας είναι περισσότερο αποδεκτή από την κυριαρχία των ολιγαρχιών, διότι είναι βασισμένη σε συλλογικούς όρους και αποφάσεις και, ως εκ τούτου, οι συνέπειες της είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστούν.
Η σημασία της συμμετοχικής και άμεσης δημοκρατίας σήμερα είναι τεράστια καθώς, σε απόλυτη αντίθεση με την «από πάνω» επιβολή διαρθρωτικών αλλαγών από την τρόικα, μια εκτενής και ουσιαστική δημόσια διαβούλευση θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στη νομιμοποίηση επιλεγμένων μεταρρυθμίσεων.
Ποιό το όραμα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας; Ένα από τα βασικά προβλήματα γενικόλογων αφορισμών όπως «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» που ακούγονται πλέον όλο και συχνότερα είναι ότι μέσω της τρομοκρατίας με την οποία προβάλλονται, αναγκάζουν την πλειοψηφία των πολιτών να κρατάει μια καθαρά αμυντική στάση απέναντι στο μέλλον τους.
Μια ριζικά αντίθετη θέση αποτελεί η κονστρουκτιβιστική οπτική του μέλλοντος, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες καλούνται να δημιουργήσουν ένα συλλογικό όραμα για τη μελλοντική κοινωνία που επιθυμούν και μετά, μέσω της αντίστροφης επαγωγής, να συζητήσουν συγκεκριμένα βήματα που θα τους φέρουν κοντύτερα σε αυτό.
Μια τέτοια οπτική συνήθως απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί, με επιχείρημα ότι η κατάσταση είναι επείγουσα και άρα δεν υπάρχει ο χρόνος και η πολυτέλεια για μια τέτοια κριτική διαδικασία.
Ως αποτέλεσμα οι διοικούσες ολιγαρχίες καταφέρνουν να διατηρήσουν το status quo των σχέσεων της εξουσίας και των συμφερόντων, ενώ αφαιρείται από τους πολίτες το δικαίωμα να εκφέρουν άποψη και να συν-διαμορφώσουν την κοινωνία έτσι όπως την οραματίζονται, εξαναγκάζοντας τους να αφήσουν την τύχη τους για μια ακόμα φορά στα χέρια των κάθε είδους ειδικών.
Η γενικευμένη αδυναμία του κόσμου να απορρίψει τέτοιου είδους πρακτικές και να αναλάβει έναν πιο ρυθμιστικό ρόλο μοιάζει ακόμα τραγικότερη αν αναλογιστεί κανείς ότι η παρούσα συγκυρία έχει υποδείξει μια πληθώρα δυσλειτουργιών του συστήματος και είναι εξαιρετικά γόνιμη για τέτοιου είδους ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές κριτικές.
«Επανάσταση» δεν είναι μόνο η αντίδραση και ο ξεσηκωμός, αλλά το χτίσιμο εναλλακτικών αξιών στην κοινωνία που θα οδηγήσει σε θεσμούς λιγότερο ολοκληρωτικούς, πιο δημοκρατικούς, πιο συμμετοχικούς. Είναι – χρησιμοποιώντας τα λόγια του Καστοριάδη – μια διαρκής διαδικασία αυτό-θέσμισης που θα οδηγήσει στο ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Αν οραματιζόμαστε μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία, οφείλουμε να αμφισβητήσουμε τους συλλογικούς θεσμούς και τις αξίες της κοινωνίας (το λεγόμενο κοινωνικό φαντασιακό) επαναπροσδιορίζοντας έννοιες όπως η εξουσία, η πρόοδος και η ανάπτυξη που από μέσον έχει εξελιχθεί σε αυτοσκοπός.
Η βασική δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι οι εκάστοτε ριζωμένοι θεσμοί παρουσιάζονται ως αντικειμενικοί και γενούν άτομα και συνειδήσεις που τείνουν να τους αναπαράγουν.
Ως αποτέλεσμα, μια κοινωνία με ατομιστικούς νέο-φιλελεύθερους θεσμούς δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει ατομιστές νέο-φιλελεύθερους χαρακτήρες ανθρώπων. Η ακύρωση τέτοιων πρακτικών και η χειραφέτηση της κοινωνίας μπορεί και πρέπει να γίνει από μέσα.
Με το να επικεντρωνόμαστε στην οικονομική κρίση αγνοώντας τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της συνιστώσες, περιορίζουμε τον διάλογο στο κατά πόσο τα μέτρα λιτότητας αποτελούν ή όχι μονόδρομο για να πετύχουμε κάποιον δημοσιονομικό στόχο. Έτσι ξεχνιέται το αυτονόητο: «είναι αυτός ο μοναδικός μας στόχος;»
Οι συζητήσεις πρέπει να στραφούν και πάλι γύρω από το ουσιώδες, δηλαδή το νόημα που δίνει ο καθένας στην εργασία και τη ζωή του, δημιουργώντας ένα συλλογικό όραμα και οδεύοντας παράλληλα προς αυτό.
Μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να περιμένει τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών κοινοβουλίων για το εκάστοτε πακέτο στήριξης που θα «σώσει» την οικονομία για να ξεκινήσει.
Αντιθέτως είναι οι συλλογικές αξίες της κοινωνίας που θα ορίσουν και θα νομιμοποιήσουν στην πράξη την όποια οικονομική πολιτική.

Πάνος Πετρίδης
Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας της Βιέννης
πηγή:tvxs

12 Μαΐου 2012

ένα χρόνο στις πλατείες

Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την πρώτη εμφάνιση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» στην Ισπανία, που ενέπνευσε το πολυσυζητημένο αδελφό κίνημα του «Occupy» (Καταλάβετε) στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγους μήνες αργότερα, το παγκόσμιο μανιφέστο των απανταχού «καταληψιών» είναι έτοιμο. Αξιώνει έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Και πιστεύει ότι η δημιουργία του μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

«Ζούμε σε έναν κόσμο που ελέγχεται από δυνάμεις ανίκανες να προσφέρουν ελευθερία και αξιοπρέπεια στον παγκόσμιο πληθυσμό. Σε έναν κόσμο στον οποίο μας λένε ότι "δεν υπάρχει εναλλακτική" στην απώλεια των δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τους σκληρούς αγώνες των προγόνων μας και στον οποίο η επιτυχία προσδιορίζεται ερχόμενη σε αντίθεση με τις πιο βασικές αξίες της ανθρωπότητας, όπως η αλληλεγγύη και η αμοιβαία συμπαράσταση. Επιπλέον οτιδήποτε δεν προωθεί την ανταγωνιστικότητα, τον εγωισμό και την απληστία θεωρείται δυσλειτουργικό» αναφέρεται στο μανιφέστο.

«Αλλά εμείς δεν παραμείναμε σιωπηλοί! Από τη Τυνησία έως την πλατεία Ταχρίρ, από τη Μαδρίτης έως το Ρέικιαβικ, από τη Νέα Υόρκη έως τις Βρυξέλλες, ο κόσμος ξεσηκώνεται για να αποκηρύξει το στάτους κβο. Η προσπάθειά μας δηλώνει "αρκετά!" και έχει αρχίσει να προωθεί αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι' αυτό ενωνόμαστε για ακόμη μία φορά για να κάνουμε τις φωνές μας να ακουστούν σε όλο τον κόσμο αυτή τη 12η Μαΐου. Καταδικάζουμε την τρέχουσα κατανομή των οικονομικών πόρων, στην οποία μόνο μία μικρή μειοψηφία αποφεύγει τη φτώχεια και την ανασφάλεια, και οι μελλοντικές γενεές είναι καταδικασμένες σε μία δηλητηριώδη κληρονομιά εξαιτίας των οικολογικών εγκλημάτων των πλούσιων και των ισχυρών» συνεχίζει το μανιφέστο.

Όπως αναφέρεται, η κρίση δεν είναι ένα τυχαίο ή φυσικό αποτέλεσμα: στην ρίζα της βρίσκεται η απληστία εκείνων που μπόρεσαν να καταστρέψουν τον κόσμο με τη βοήθεια της οικονομικής επιστήμης, που πλέον τέθηκε στην υπηρεσία των οικονομικών ελίτ και απομακρύνθηκε από τον βασικό σκοπό της που είναι η διαχείριση των κοινών αγαθών. «Τα "δημοκρατικά" πολιτικά συστήματα, όπου υπάρχουν, έχουν χάσει το νόημά τους, έχουν τεθεί στην υπηρεσία εκείνων των λίγων που θέλουν να ενισχύσουν τη δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων και των οικονομικών θεσμών» υπογραμμίζεται. «Ξυπνήσαμε και όχι απλά για να παραπονεθούμε!» προειδοποιούν τα μέλη του κινήματος. «Θέλουμε να καταδείξουμε τις πραγματικές αιτίες της κρίσης και να προτείνουμε εναλλακτικές» προσθέτουν.

Εξηγούν πώς κατέληξαν στο συγκεκριμένο κείμενο: «Οι προτάσεις μας δεν γίνονται εκ μέρους όλων όσων συμμετέχουν στα ανοιξιάτικα κινήματα "Καταλάβετε τις πλατείες". Είναι μία προσπάθεια από μερικά άτομα μέσα στο κίνημα να συνδυάσουν τις προτάσεις που γράφτηκαν και ψηφίστηκαν στις διαφορετικές συνελεύσεις σε όλο τον κόσμο. Η διαδικασία ήταν ανοιχτή σε όλους και συχνά την αναρτούσαμε στις διεθνείς πλατφόρμες επικοινωνίας μας. Ήταν μια δύσκολη και μακρά διαδικασία, γεμάτη συμβιβασμούς (...) Δεν εκφράζουμε αιτήματα προς τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις ή τα μέλη των κοινοβουλίων, που κάποιοι από εμάς θεωρούμε ότι παρανομούν, δεν λογοδοτούν και είναι διεφθαρμένοι». Και συνεχίζουν παραθέτοντας τους τρόπους με τους οποίους ένας «άλλος κόσμος είναι εφικτός».


1. Η οικονομία να τεθεί στην υπηρεσία του καλού του λαού, να υποστηρίζει και να υπηρετεί το περιβάλλον και όχι τα ιδιωτικά συμφέροντα. Θέλουμε ένα σύστημα στο οποίο η εργασία εκτιμάται σύμφωνα με την κοινωνική της προσφορά και όχι το οικονομικό ή εμπορικό της κέρδος.

2. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, πιστεύουμε ότι η οικονομία πρέπει να ελέγχεται δημοκρατικά σε όλα τα επίπεδα, από το τοπικό έως το παγκόσμιο. Ο λαός πρέπει να αναλάβει τον δημοκρατικό έλεγχο των οικονομικών θεσμών, των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των λόμπι τους.

3. Πιστεύουμε ότι τα πολιτικά συστήματα πρέπει να είναι εντελώς δημοκρατικά. Επομένως απαιτούμε πλήρη εκδημοκρατισμό των διεθνών θεσμών και την απαλοιφή του δικαιώματος άσκησης βέτο από ορισμένες κυβερνήσεις. Θέλουμε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο αντιπροσωπεύει την ποικιλία και τη διαφορετικότητα των κοινωνιών μας.